Σε ολόκληρο τον κόσμο βλέπουμε πως τα δικαιώματα των γυναικών δέχονται απανωτά χτυπήματα. Η αμφισβήτηση στο δικαίωμα στην έκτρωση, η νομιμοποίηση των απολύσεων εγκύων, όπως και ο καινούριος νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, σηματοδοτούν την οπισθοχώρηση σε επίπεδο αντιλήψεων και δικαιωμάτων, ειδικά για όσες ανήκουν στα πιο φτωχά, λαϊκά στρώματα. Όσο και αν προσπαθούν να μας πείσουν ότι η γυναίκα έχει πλέον εξασφαλίσει την ισότιμη θέση της στην κοινωνία, το μεγάλο ποσοστό ανεργίας τους σε σχέση με τους άντρες και η εργασία κατά βάση σε περιστασιακές θέσεις με χειρότερους όρους, τα πολυάριθμα περιστατικά γυναικοκτονιών και κακοποιητικών συμπεριφορών (ενδοοικογενειακών ή μη), κάνουν ξεκάθαρο πως απέχουμε αρκετά από αυτό. Έτσι, η γυναίκα συχνά διατηρεί τον «παραδοσιακό» ρόλο της στην οικογένεια, εξαρτημένη από τον σύζυγό της και ανήμπορη να ξεφύγει ακόμα και από ένα κακοποιητικό περιβάλλον, γεγονός που έχει γίνει ακόμα πιο έντονο την περίοδο της πανδημίας λόγω του εγκλεισμού.
Ο νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, που ψηφίστηκε στις 21/05, είναι βαθιά αναχρονιστικός και σίγουρα δεν έχει στο σκεπτικό του το «συμφέρον των γονέων και των παιδιών», όπως διατυμπανίζουν κυβέρνηση και ΜΜΕ. Πραγματικά είναι άξιο απορίας, πώς ένα παιδί θα ευνοηθεί από μία ζωή μοιρασμένη στα δύο, σε δύο σπίτια και δύο διαφορετικές καθημερινότητες με ίσα μοιρασμένο τον χρόνο μεταξύ τους, μεγαλώνοντας έτσι σε ένα ασταθές περιβάλλον. Στην πραγματικότητα ο νόμος ευνοεί τους εύπορους άνδρες που αντιμετωπίζουν την οικογένεια σαν μια οικονομική συμφωνία και θέλουν να χάσουν όσο το δυνατόν λιγότερα από το διαζύγιο, είτε αυτό αφορά την αποφυγή της οικονομικής στήριξης της πρώην συζύγου, με μία μελλοντική κατάργηση των διατροφών, είτε τη διατήρηση της ανατροφής και του ελέγχου στο παιδί – κληρονόμο τους.
Το πιο χυδαίο σημείο του νόμου όμως, είναι πως θα πρέπει να υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη του ενός γονέα για ενδοοικογενειακή βία ώστε αυτός να αποκλειστεί από την επιμέλεια του παιδιού! Η δήλωση του βουλευτή κ. Λοβέρδου, λοιπόν, πως «κάποιος που κακοποιούσε τη σύζυγό του μπορεί να είναι καλός πατέρας», φαίνεται να είναι ευθυγραμμισμένη με τον πνεύμα του νόμου. Έτσι, αφήνει παντελώς απροστάτευτες γυναίκες και παιδιά που θα πρέπει να αποδεικνύουν την κακοποίησή τους, σωματική και ψυχολογική. Πράγμα που ακόμα και αν είναι εφικτό, είναι πολύ επώδυνο, χρονοβόρο και πολλές φορές οικονομικά ανέφικτο λόγω δικαστικών εξόδων, αποτρέποντας κιόλας πολλές μητέρες από την απόκτηση διαζυγίου. Ακόμα και στα συναινετικά διαζύγια, αναμενόμενο είναι να δημιουργούνται εντάσεις μεταξύ των γονέων εξ’ αιτίας της καθημερινής συνεννόησης που απαιτείται, πόσο μάλλον σε έναν βίαιο γάμο όπου η γυναίκα στην ουσία δεν θα μπορεί να ξεφύγει από τον κακοποιητή της ούτε μετά το διαζύγιο, μέχρι την ενηλικίωση του παιδιού. Είναι ξεκάθαρο ότι ο νόμος αυτός όχι απλά δεν προστατεύει τις γυναίκες και τα παιδιά από την ενδοοικογενειακή βία, αλλά τους αφήνει εντελώς εκτεθειμένους.
Απέναντι σε ένα ακόμα χτύπημα στα δικαιώματα των γυναικών δεν μπορούν να δώσουν απάντηση ούτε οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης, ούτε οι επιστολές του ΟΗΕ, ούτε και η αναμονή για τα κριτήρια σωστής άσκησης της γονικής μέριμνας που θα θεσπιστούν – και ίσως να χρησιμοποιηθούν και εις βάρος των γυναικών. Ο δρόμος για τη χειραφέτηση των γυναικών είναι μακρύς και περνάει μέσα από τους μαζικούς αγώνες των γυναικών, των εργαζομένων, του λαού! Πατώντας πάνω στη χρόνια αποσυγκρότηση του κινήματος, καταπατούνται δικαιώματα και αναιρούνται κεκτημένα αιώνων. Για αυτό, μόνο η προοπτική του αγώνα μπορεί να μας εμπνεύσει ώστε να ανατρέψουμε τους αντιδραστικούς νόμους σαν και αυτόν και να κατακτήσουμε τη θέση μας στον κόσμο! Η αντίσταση και η συλλογική διεκδίκηση δεν είναι τρόπος ζωής για τις γυναίκες. Είναι ο μόνος δρόμος που η ιστορία έδειξε πως αξίζει να διαβούμε, για όσο ζούμε και για να ζούμε, όλες οι γυναίκες!