Το επικείμενο αντεργατικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ αποτελεί ένα από τα σκληρότερα χτυπήματα του συστήματος στα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού και της εργατικής τάξης της χώρας. Οι διατάξεις του νομοσχεδίου κλιμακώνουν τη χρόνια επίθεση του συστήματος, σε μία προσπάθεια να παρθεί πίσω οποιαδήποτε κατάκτηση κατοχυρώθηκε στο παρελθόν με αιματοβαμμένους ταξικούς αγώνες. Στο στόχαστρο της στρατηγικής επίθεσης του συστήματος μπαίνουν το 8ωρο και οι συλλογικές συμβάσεις, η απεργία και τα ταξικά, ανεξάρτητα από το κράτος, σωματεία. Δηλαδή, εκείνες οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης που αποτελούν τη βάση στήριξης όλων των εργασιακών δικαιωμάτων του λαού σήμερα.
Με περίσσιο θράσος, τα επιτελεία του συστήματος έχουν μπει σε μία διαδικασία υπεράσπισης των διατάξεων του νομοσχεδίου Χατζηδάκη και της επίθεσης σε θεμελιώδη δικαιώματα του κόσμου της δουλειάς. Επιστρατεύουν δηλώσεις για «υπερωρίες που θα πληρώνονται με ρεπό» και για τους εργαζόμενους που «θέλουν να δουλεύουν περισσότερο χωρίς να πληρώνονται», έως το φακέλωμα και την ευθεία επίθεση στα συνδικαλιστικά πολιτικά δικαιώματα των εργαζομένων. Στο έδαφος της κυριαρχίας τους και της πολιτικής αδυναμίας του λαϊκού-εργατικού κινήματος να συγκροτήσει αντιστάσεις, η κυβέρνηση της ΝΔ - σε ευθεία συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ - υπηρετεί εξ’ ολοκλήρου την πολιτική «όλα για το κεφάλαιο, όλα στο κεφάλαιο» και επιχειρεί με την σειρά της να τσακίσει οποιοδήποτε δικαίωμα έχει απομείνει στον εργαζόμενο λαό και την εργατική τάξη.
Η πλήρης νομιμοποίηση του εργασιακού μεσαίωνα – σε πρακτικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο – που προωθεί το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, πρόκειται να διαμορφώσει ένα νέο εργασιακό τοπίο για τη νεολαία και τον λαό. Κατοχυρωμένα δικαιώματα - όπως το 8ωρο, το 5νθήμερο, οι συλλογικές συμβάσεις, ο σταθερός μισθός και οι κυριακάτικες αργίες - αποτελούν «στεγνές κηλίδες» στη σύγχρονη βαρβαρότητα που θέλει να θεμελιώσει μια και καλή το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα. Για τις ανάγκες της Ε.Ε., των Η.Π.Α. και του ντόπιου εξαρτημένου κεφαλαίου, κρίσιμης σημασίας είναι η απόλυτη εκμετάλλευση των εργαζομένων στο βωμό του κέρδους και η εδραίωση του εργαζόμενου-λάστιχο.
Για τον κόσμο της δουλειάς, αυτό σημαίνει πλήρη υποταγή στις απαιτήσεις του εργοδότη, της επιχείρησης, του κεφαλαίου. Ασφυκτικές συνθήκες εργασίας μέσα σε ένα πλαίσιο εξαντλητικής εντατικοποίησης και εργοδοτικής τρομοκρατίας, χωρίς κανένα περιθώριο διεκδίκησης αξιοπρεπών όρων εργασίας ή δικαιωμάτων. Δεν είναι τυχαίος ο στόχος του συστήματος να καθιερώσει την τηλε-εργασία σε χώρους δουλειάς: στην περίοδο της πανδημίας, η τηλεργασία αποδείχθηκε χρήσιμο εργαλείο διεύρυνσης του ωραρίου, εντατικοποίησης, καθώς και περιθωριοποίησης του κάθε εργαζομένου από τον μαζικό χώρο δουλειάς του. Σε αυτό το πλαίσιο το ν/σ Χατζηδάκη προωθεί και το ζήτημα των τηλε-ψηφοφοριών στα σωματεία των εργαζομένων, με στόχο το περαιτέρω χτύπημα της οργάνωσης συλλογικών, μαζικών διαδικασιών των σωματείων και του λαϊκού-εργατικού κινήματος.
Ο εργασιακός μεσαίωνας που έχουν επιβάλει και εδραιώνουν στην αγορά εργασίας, οι εξαντλητικές συνθήκες εργασίας μέσα σε πλήρη τρομοκρατία και εκμετάλλευση, αποτελούν αιχμές για τον εργαζόμενο λαό. Όπως ακριβώς ο νόμος Κεραμέως θεσπίζει την Πανεπιστημιακή Αστυνομία, για να περάσει ανενόχλητα μερικούς από τους πιο σκληρούς ταξικούς φραγμούς στην εκπαιδευτική διαδικασία (οι οποίοι θα μετατρέψουν το πανεπιστήμιο σε ατομικό προνόμιο λίγων και εκλεκτών), έτσι και το ν/σ Χατζηδάκη βάζει με τη σειρά του στο στόχαστρο τον ανεξάρτητο, ταξικό συνδικαλισμό για να τσακίσει το ωράριο και τον μισθό.
Μπροστά στη μεγάλη όξυνση της επίθεσης του συστήματος σε σπουδές, δουλειά, ελευθερίες, η αστική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει πως στέκεται ενάντια στο αντεργατικό ν/σ Χατζηδάκη. Η αλήθεια όμως είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έστρωσε τον δρόμο πάνω στον οποίο πατάει σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ. Όντας κομμάτι και υπηρέτης του συστήματος και του κεφαλαίου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκείνη που κλιμάκωσε ουσιαστικά, υλοποιώντας και κατευθύνσεις της ΕΕ, την επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων, στις συλλογικές συμβάσεις, στην κυριακάτικη αργία. Ήταν εκείνη που έθεσε την απεργία στην παρανομία, νομοθετώντας ότι απαιτείται το 50%+1 των μελών ενός πρωτοβάθμιου σωματείου προκειμένου να προκηρυχτεί από αυτό απεργία. Επιπλέον ο ΣΥΡΙΖΑ προώθησε τα «ευέλικτα» ωράρια που τάχα καταγγέλλει: υλοποίησε την ευρωπαϊκή οδηγία και ψηφισμένο ελληνικό νόμο για τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» με αποτέλεσμα το ξεχείλωμα των ωραρίων (πχ ΟΤΕ, Alpha bank, Παπαστράτος). Όσο και να προσπαθεί, ως αντιπολίτευση, να συσκοτίσει την πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει θεμελιώσει τη θέση του ως πυλώνας στήριξης του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, της ΕΕ και του συστήματος συνολικά – έχει, δηλαδή, θεμελιώσει τη θέση του απέναντι στον λαό και την εργατική τάξη. Η ουσιαστική υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων δεν επαφίεται στο ξαναζέσταμα μπαγιάτικων εκλογικών αυταπατών και λογικών ανάθεσης, αλλά στο δρόμο του αγώνα.
Καταστρατηγούν κεκτημένα δικαιώματα ολόκληρου αιώνα. Από το Σικάγο του 1886 μέχρι σήμερα, οι απεργιακοί αγώνες των εργατών αποτελούν αγκάθι στην μνήμη του συστήματος για τη δύναμη και την προοπτική των συλλογικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων. Η κατάκτηση του 8ωρου αποτέλεσε την βάση πάνω στην οποία διεκδικήθηκαν αξιοπρεπείς όροι εργασίας: η σταθερή και μόνιμη δουλειά, ο μισθός, η αμοιβή των υπερωριών, η κυριακάτικη αργία. Γι’ αυτό, η κατάργηση του σταθερού χρόνου εργασίας, σε σύνδεση με τη λεγόμενη «διευθέτηση» του ελαστικοποιημένου ωραρίου ατομικά μεταξύ εργοδότη-εργαζομένου, τσακίζει την κοινή βάση που ενώνει του εργαζόμενους. Αφαιρεί έναν άξονα συλλογικής στάσης και διεκδίκησης απέναντι στη σύγχρονη εργασιακή βαρβαρότητα, φιλοδοξώντας να υπονομεύσει και τις δυνατότητες συγκρότησης της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της.
Επιπλέον, το τοπίο στα εργασιακά καταδεικνύει και ποιος είναι ο στόχος των απανωτών νόμων στην εκπαίδευση. Ο εργασιακός μεσαίωνας χρειάζεται ακριβώς την εκπαίδευση που θα βγάζει μελλοντικούς εργαζόμενους με βάση το αστικό ιδεολόγημα ότι τόσο η εκπαίδευση, όσο και η εργασία, αποτελούν ατομικά προνόμια. Με ανάλογη ένταση, η επίθεση στην εκπαίδευση με τον νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, έρχεται να εδραιώσει τους όρους για ένα πανεπιστήμιο «λίγων και εκλεκτών», όπου τα παιδιά του λαού δεν θα έχουν θέση: ταξικοί φραγμοί από την Δευτεροβάθμια στην Τριτοβάθμια που πετάνε εκτός πανεπιστημίου ένα τρομακτικό αριθμό μαθητών, διαγραφές και όρια σπουδών, σχολές πλήρως εντατικοποιημένες, με διαρκή περιφρούρηση από την Πανεπιστημιακή Αστυνομία.
Όπως επανειλημμένα ομολογούν οι εκφραστές του συστήματος, η εκπαίδευση «πρέπει να συνδεθεί ακόμα πιο στενά με την αγορά εργασίας» – δηλαδή με τον εργασιακό μεσαίωνα που το σύστημα έχει εδραιώσει. Το σύνολο των μέτρων και νόμων στην εκπαίδευση αποσκοπούν στη στελέχωση του εργασιακού μεσαίωνα της αγοράς εργασίας, με το φθηνό εργατικό δυναμικό, που ντόπιο και ξένο κεφάλαιο ζητούν και θέλουν να έχουν έτοιμο από νωρίς. Κύριο παράδειγμα αποτελούν οι διατάξεις του νόμου Κεραμέως και οι επιδιώξεις του συστήματος για τη Δευτεροβάθμια και Τεχνική εκπαίδευση. Η προώθηση της μαθητείας, της «δια βίου μάθησης» και του διαρκούς κυνηγιού πιστοποιήσεων από το Λύκειο, αποσκοπούν στον ιδεολογικοπολιτικό αφοπλισμό και την απόλυτη υποταγή της νεολαίας στις συνθήκες ελαστικής, απλήρωτης εργασίας.
Το εξαρτημένο ελληνικό κεφάλαιο δεν χρειάζεται απόφοιτους με πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα – σίγουρα, δεν χρειάζεται νέους εργαζόμενους που θα διεκδικούν αξιοπρεπείς όρους δουλειάς. Μία σειρά μέτρων στην εκπαίδευση έχουν στο στόχαστρο τόσο το λαϊκό δικαίωμα στις σπουδές και το πτυχίο, όσο και το ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο της φοιτητικής νεολαίας, η οποία συνεχώς αποδεικνύει ότι έχει προοπτικές να συγκροτηθεί πολιτικά στον δρόμο της αντίστασης - διεκδίκησης και να φρενάρει πτυχές τις επίθεσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο που οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος ενάντια στον νόμο Κεραμέως, με τη μαζικότητα και διάρκεια που απέκτησαν, πίεσαν υπουργείο και κυβέρνηση να κάνουν ένα τακτικό «βήμα πίσω» στο ζήτημα της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας για την καθαρή προώθηση του ν/σ Χατζηδάκη. Οι διαδηλώσεις της νεολαίας ενάντια στον νόμο Κεραμέως και στη θέσπιση ΟΠΠΙ, κατάφεραν να αναβάλουν πτυχές της επίθεσης, αναδεικνύοντας ότι ο συλλογικός, μαζικός αγώνας του κινήματος – παρά την αποσυγκρότηση – έχει τη δύναμη να συγκρουστεί πολιτικά με τα επιτελεία του συστήματος και να τα αναγκάσει σε υποχωρήσεις. Απαιτούνται πολλά βήματα ακόμη συγκρότησης των αγώνων για να μπουν αναχώματα στην ολομέτωπη επίθεση που εντείνεται, ωστόσο αναδεικνύεται η αναγκαιότητα να διανυθεί αυτός ο δρόμος.
Στις συνθήκες υγειονομικού κινδύνου της πανδημίας και του αρνητικού ταξικού συσχετισμού για το λαϊκό-εργατικό κίνημα, το σύστημα εδραιώνει την κυριαρχία του με την όξυνση της επίθεσης σε όλα τα μέτωπα. Από τα μέτρα στην εκπαίδευση μέχρι τους νόμους στο εργασιακό, τα κεκτημένα δικαιώματα νεολαίας, λαού και εργατικής τάξης τσακίζονται από την πολιτική της σύγχρονης βαρβαρότητας του συστήματος. Γίνεται, λοιπόν, αναγκαιότητα ο κοινός αγώνας νεολαίας και λαού για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των όρων ζωής, δουλειάς, σπουδών. Ο λαός πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να συγκρουστεί κεντρικά με την πολιτική του συστήματος. Δεν έχει να περιμένει τίποτα από κυβερνήσεις, ξεπουλημένες ηγεσίες σωματίων, ρεφορμιστικές δυνάμεις με αυταπάτες και λίστες προτάσεων προς το σύστημα της εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Το «άδειασμα» της απεργίας της 3/6, με την ακύρωσή της από τις διοικήσεις ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ και το απόλυτο σύρσιμο του ΚΚΕ/ΠΑΜΕ πίσω τους, υπογραμμίζει ότι οι εργαζόμενοι έχουν να ξεπεράσουν πολλά πολιτικά εμπόδια προκειμένου να ανασυγκροτήσουν την πάλη και τα συνδικαλιστικά τους όργανα.
Κάθε σχολείο και σχολή, χώρος εργασίας και σωματείο οφείλουν να μετατραπούν σε Εστίες Αντίστασης με μαζικές συλλογικές διαδικασίες. Οφείλουν να βρεθούν στον δρόμο του αγώνα σε ένα ενιαίο Μέτωπο Αντίστασης και Διεκδίκησης για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων που το σύστημα τσακίζει, ως την συνολική ανατροπή της σύγχρονης βαρβαρότητας.