Μιλώντας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) αναφερόμαστε σε μορφές εκμετάλλευσης ενέργειας που προέρχεται από φυσικές διαδικασίες, όπως ο άνεμος, το νερό, η γεωθερμία κ.ά. Πρόκειται για μορφές εκμετάλλευσης που παρουσιάζονται από το σύστημα σαν φιλικές προς το περιβάλλον. Θεωρητικά δεν προϋποθέτουν κάποια ενεργητική παρέμβαση του ανθρώπου, όπως είναι η εξόρυξη ή η καύση και δεν αποδεσμεύουν ρυπογόνους παράγοντες στο περιβάλλον, όπως οι υδρογονάνθρακες, το διοξείδιο του άνθρακα, τα τοξικά και ραδιενεργά απόβλητα. Μέσω της εκμετάλλευσης αυτών των πηγών, διάφοροι επενδυτές και τα ίδια τα κράτη, ισχυρίζονται ότι αποσκοπούν στην αντιμετώπιση εκτεταμένων περιβαλλοντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Με επικοινωνιακά τερτίπια, πατώντας πάνω στις πραγματικές ανησυχίες του λαού απέναντι σε αυτά τα προβλήματα, το σύστημα βάζει τον οικολογικό μανδύα και έρχεται να υλοποιήσει τις δικές του στοχεύσεις, οι οποίες βρίσκονται διαμετρικά αντίθετες με τη φύση και τη ζωή.
Οι ΑΠΕ αποτελούν ουσιαστικά ένα νέο πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο, ιδιαίτερα των μεγάλων και ισχυρών χωρών. Η εκμετάλλευσή τους, αποτελεί ακόμη μία διέξοδο στην οποία ελπίζει το σύστημα, σε μια μακρά περίοδο περιορισμένης καπιταλιστικής κερδοφορίας. Στην πραγματικότητα, έρχονται να εντείνουν την καταστροφική δράση του κεφαλαίου απέναντι στο περιβάλλον και τη ζωή των λαών. Η υποκρισία με την οποία βλέπουμε παράγοντες του συστήματος να προβάλλουν τις οικολογικές τους ευαισθησίες, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν επί δεκαετίες στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης, το γεγονός ότι βλέπουμε να παίρνουν θέση ακόμη και οι πιο ρυπογόνες πολυεθνικές του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, αναδεικνύουν στην πραγματικότητα την ταξική φύση του ζητήματος.
Στην όλη κουβέντα περί «πράσινης ανάπτυξης», πέρα απ’ τις στοχεύσεις που έρχεται να υλοποιήσει οι οποίες καθόλου δε σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος, αξίζει να σταθούμε στο πόσο «πράσινες» είναι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αναδεικνύεται τα τελευταία χρόνια στις χώρες της ΕΕ και ιδιαίτερα στη χώρα μας, αποτελεί η εγκατάσταση αιολικών πάρκων. Η εκτεταμένη περιβαλλοντική καταστροφή που επιφέρουν είναι ενδεικτική. Πρόκειται για εγκαταστάσεις που προϋποθέτουν διάνοιξη μεγάλων δρόμων και σε μεγάλο υψόμετρο, εκσκαφές για θεμελίωση και καλωδιώσεις, αποψίλωση δασικών εκτάσεων, ρίξιμο χιλιάδων τόνων τσιμέντου και μπετόν. Στη χώρα μας, η εν λόγω παρέμβαση, επεκτείνεται ακόμη και σε ευαίσθητα τοπικά οικοσυστήματα ή σε περιοχές Natura, στις οποίες μάλιστα σχεδιάζεται να εγκατασταθεί το 1/3 του συνόλου των ανεμογεννητριών. Η πραγματικότητα σε σχέση με τα αιολικά πάρκα αμφισβητεί ακόμη και την υποτιθέμενη αξιοποίηση της ανανεώσιμης ενέργειας (δηλαδή της αιολικής). Οι τεράστιες διαστάσεις των ανεμογεννητριών (πάνω από 200μ.) επιβάλλουν για τη λειτουργία τους υποστηρικτικές μονάδες ορυκτού καυσίμου, καταρρίπτοντας κατευθείαν το παραμύθι της φιλικής για το περιβάλλον ενέργειας. Παράλληλα, η ραδιενέργεια που απελευθερώνεται κατά την εξόρυξη και την επεξεργασία σπάνιων γαιών, που αξιοποιούνται στην κατασκευή τους, είναι καταστροφική για το περιβάλλον. Επιπλέον, η ανακύκλωσή τους αποτελεί μια ξεχασμένη υπόθεση, καθώς - λόγω και του μεγάλου κόστους για την απεγκατάσταση και την απομάκρυνσή τους - προτιμάται η εγκατάλειψή τους στις δασικές εκτάσεις.
κάτοικοι της Τήνου μπλοκάρουν την αποβίβαση υλικών για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών
Ο λόγος λοιπόν που προωθήθηκαν τα τελευταία χρόνια οι εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων σε μία σειρά από ευρωπαϊκά κράτη, ήταν η ανάγκη αναζήτησης νέων πεδίων κερδοφορίας. Αποτελούν όχημα για την πλήρη απελευθέρωση της ιδιωτικοποίησης της ενέργειας, μεταθέτοντας έτσι ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά βάρη στις πλάτες των λαϊκών οικογενειών, σε μια περίοδο στρατηγικής επίθεσης του κεφαλαίου απέναντι στο λαό και την εργατική τάξη. Εκφράζουν επίσης το βάθεμα της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας μας από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, με τα γερμανικά μονοπώλια να κατέχουν τη σχετική τεχνολογία και να εμπορεύονται τις ανεμογεννήτριες. Στο πλαίσιο και της προσπάθειας των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών για απεξάρτηση της χώρας μας από το ρώσικο φυσικό αέριο, ο λαός έρχεται αντιμέτωπος με την αντιλαϊκή λαίλαπα που υπαγορεύουν οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών κρατών.
Κάπου εδώ αξίζει να αναφερθεί το πώς συνδέονται τα οικονομικά συμφέροντα στο εσωτερικό της χώρας, με την εξάρτησή της από τους ιμπεριαλιστές. Αυτό φαίνεται και από την εμπλοκή πολλών ξένων εταιριών και επενδυτών στα κυβερνητικά σχέδια για τις ανεμογεννήτριες, αλλά και σε γενικότερο πλαίσιο από την ιδιωτικοποίηση εκτάσεων γης και λιμανιών από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με σκοπό τον πλήρη οικονομικό έλεγχο.
Χρειάζεται να γίνει κατανοητό πως το τελευταίο μέλημα των ντόπιων και ξένων αφεντικών είναι το να παλέψουν ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ένα καλά οργανωμένο επιχειρηματικό σχέδιο, που όχι μόνο αποσκοπεί σε εξυπηρέτηση συμφερόντων του κεφαλαίου, αλλά εν τέλει επιβαρύνει και τη φύση παραπάνω απ’ ότι πριν. Γιατί, στην τελική, είναι ιδιαίτερα αντιφατικό το να νοιάζονται για τη μείωση του οξυγόνου της ατμόσφαιρας και να καταστρέφουν τις κύριες πηγές του.
Η καταστροφή του περιβάλλοντος βαθαίνει. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να βλέπουμε τεράστιες εκτάσεις με μεγάλο φυσικό πλούτο να καίγονται ανά τα χρόνια. Φέτος, για μια ακόμη φορά, έχει επανέλθει αυτό το ζήτημα στην επικαιρότητα. Μεγάλες εκτάσεις στη χώρα καίγονται ολοσχερώς με καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και για τον λαό, ενόσω μάλιστα παραδείγματα άλλων χρόνων -όπως το Μάτι- είναι ακόμα νωπά στις μνήμες του λαού. Ταυτόχρονα τα παραδείγματα ίδρυσης αιολικών πάρκων και χτισίματος αυθαιρέτων λίγο καιρό μετά τις πυρκαγιές είναι πολλά. Αξιοσημείωτα είναι και τα σχετικά παραδείγματα σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως η φωτιά στον Αμαζόνιο που είναι ευρέως γνωστό πλέον πόσα συμφέροντα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος εξυπηρέτησε.
Στην παρούσα φάση, είναι πολύ συχνό να ακούμε για όλα αυτά τα νέα σχέδια περιβαλλοντικής «ανάπτυξης» που προβάλλει η κυβέρνηση με τόση υπερηφάνεια. Χρόνια τώρα βλέπουμε να δημιουργούνται ολοένα περισσότερα αιολικά πάρκα ανά τη χώρα και η κυβέρνηση, συνεχίζοντας την πολιτική των προηγούμενων, ενισχύει αυτά τα σχέδια «πράσινης ανάπτυξης». Όσο και να ισχυρίζονται οι κυβερνώντες πως φέρνουν νέα νομοσχέδια με γνώμονα το περιβαλλοντικό συμφέρον, η πραγματικότητα δείχνει πως -και σε αυτήν την περίπτωση- η κερδοφορία μπαίνει πάλι σε πρώτη μοίρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το αντιπεριβαλλοντικό νομοσχέδιο (2020) που διευκολύνει τις επενδύσεις ΑΠΕ σε περιοχές NATURA αλλά και συνολικότερα δίνει το ελεύθερο για τη λεηλασία του περιβάλλοντος από κάθε επενδυτική δραστηριότητα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι σημαντικό ο λαός να οργανωθεί για να παλέψει για το δίκιο του και για το δικό του οξυγόνο, ενάντια σε αυταπάτες περί καλύτερης διαχείρισης της κατάστασης από τους κυβερνώντες. Να αναδειχθεί το γιατί έρχεται με ένα φιλο-περιβαλλοντικό προσωπείο τώρα η αστική τάξη και πώς το χρησιμοποιεί υπέρ της. Να φανεί η ταξική φύση της περιβαλλοντικής καταστροφής. Μακριά από όλες τις αστικές, πράσινες και ρεφορμιστικές απόψεις και πρακτικές γύρω από το ζήτημα, στο δρόμο τις αντίστασης και της διεκδίκησης, να κερδίσουμε τη ζωή και τις ανάσες μας.