Ο νόμος Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη (4777) πρέπει να ανατραπεί! Η ΝΕΟΛΑΙΑ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ!

Τις τελευταίες βδομάδες έχουν προηγηθεί μια σειρά από διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις απέναντι στο νόμο, πλέον (4777/2021), Κεραμέως-Χρυσοχοϊδη. Κάποιες μαζικότερες, άλλες λιγότερο. Όλες έδειξαν πάντως τη διάθεση που έχει ο φοιτητόκοσμος να αντιδράσει και να αντισταθεί σε ένα ταξικό νόμο που προκαλεί τα πολιτικά αισθήματα της νεολαίας, ιδιαίτερα με τις αστυνομικές του πλευρές. Ειδικά στις διαδηλώσεις-κινητοποιήσεις που καλέστηκαν μετά τις δύο απανωτές καταπατήσεις του ασύλου από την κυβέρνηση και τα ΜΑΤ στο ΑΠΘ, φάνηκε χαρακτηριστικά η οργή που συσσωρεύει ένα αρκετά πλατύ νεολαιίστικο δυναμικό. Οργή που συναρτάται και με τον πολύμηνο εγκλεισμό, με την πανταχού παρούσα αστυνομοκρατία και καταστολή (ειδικά με στόχο τους νέους), με την υποκρισία της κυβέρνησης στα υγειονομικά ζητήματα, και σίγουρα με τον εμπαιγμό απέναντι στους φοιτητές όλο το τελευταίο διάστημα. Αυτό εκφράστηκε και με τη μαζική συμμετοχή νεολαίας στις διαδηλώσεις μετά το περιστατικό ωμής τρομοκρατίας στην Νέα Σμύρνη, όπως και στη μαζικοποίηση, από μεριάς της, των διαδηλώσεων ικανοποίησης του αιτήματος του απεργού πείνας ΔΚ.

Σε τι κατάσταση βρήκε ο νέος νόμος τα όργανα πάλης των φοιτητών;

Η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι σύλλογοι ήταν, καταρχάς, παράγωγο της προ-κορωνοϊού κατάστασης. Αυτής της χρόνιας αποσυγκρότησης, της απομαζικοποίησης, αποπολιτικοποίησης των ζητημάτων και της συζήτησης, της έντονης κυριαρχίας δεξιών-επιστημονίστικων-τεχνοκρατικών λογικών του συστήματος. Τέτοιες λογικές, μάλιστα, εκφέρονταν και εκφέρονται πλέον ανοιχτά και από την αριστερά, σε μια πορεία δεξιάς μετατόπισης του λόγου και της πρακτικής της όλα τα τελευταία χρόνια.

Παράλληλα, η πολύμηνη τηλεκπαίδευση έχει ήδη παράξει νέα δεδομένα για το προφίλ των φοιτητών. Απομόνωση και πλήρης ατομική αντιμετώπιση απέναντι στο μάθημα και στην καθηγητική αυθαιρεσία. Εμπέδωση ότι οι σπουδές δεν είναι δικαίωμα, αλλά ατομική υπόθεση του καθενός. Όξυνση της εντατικοποίησης των ρυθμών σπουδών μέσω πολύωρων παραδόσεων. Αδυναμία συλλογικής απάντησης στην καθηγητική αυθαιρεσία σε εξεταστικές, παραδόσεις, απουσίες. Έλλειψη αναφοράς σε συλλογικό κοινωνικό χώρο και όργανο (σχολή και σύλλογο) και ατομική αντιμετώπιση των σπουδών, της κοινωνικοποίησης, της πανδημίας, της πετσοκομμένης προοπτικής δουλειάς-ανεργίας.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι κυρίαρχες συστημικές δυνάμεις (ΔΑΠ-ΠΑΣΠ) αλλά και πολλοί ανεξάρτητοι-δεξιοί (με ανοιχτά φιλο-κυβερνητική τοποθέτηση πολλές φορές), όπου υπάρχουν, ανέλαβαν πρόθυμα να γίνουν από διαχειριστές ομαδικών συνομιλιών φοιτητών στο facebook, μέχρι οργανωτές ηλεκτρονικών ψηφοφοριών για προτάσεις σε καθηγητές. Προφανώς βέβαια, τοποθετήθηκαν και πολιτικά, χαιρετίζοντας τις διαγραφές των «αιώνιων» που «τρώνε τις θέσεις» και την είσοδο της αστυνομίας που θα «καθαρίσει την βία και την ανομία». Και, προφανώς, με την τοποθέτηση της ΟΝΝΕΔ που έκανε ανοιχτή επίθεση στις φοιτητικές διαδηλώσεις. Το μοτίβο όλων τους, πάντως, σε όλες τις περιπτώσεις είναι η υπεράσπιση της κυβερνητικής πολιτικής και ο εξωραϊσμός της αθλιότητας που βιώνουν δεκάδες χιλιάδες φοιτητές όλο το τελευταίο διάστημα.

Η αριστερά από την άλλη, έλαμψε δια της απουσίας της, για όλο το διάστημα πριν την ψήφιση του νόμου, προβάλλοντας αιτήματα για την διαχείριση των όρων σπουδών, πάντα βέβαια μέσα στο πλαίσιο της εντατικοποιημένης τηλεκπαίδευσης, και αριστερής διαχείρισης των υγειονομικών μέτρων ανοίγματος των σχολών. Πάντα χωρίς ούτε σκέψη για συνελεύσεις και μαζικές κινητοποιήσεις (παρά μόνο «συμβολικές»).

Αυτό που ώθησε ΚΝΕ και ΕΑΑΚ να βγουν και να καλέσουν σε κινητοποιήσεις, ήταν κατά βάση, η πίεση του κόσμου που δέχτηκαν. Πίεση που οξύνθηκε την περίοδο ανακοίνωσης και δημόσιας συζήτησης του νομοσχεδίου που κατέβαινε προς ψήφιση. Από τη πρώτη στιγμή που αναγκάστηκαν να καλέσουν και να μπουν στις κινητοποιήσεις οι δυο παραπάνω δυνάμεις, προσπάθησαν να βρουν τον τρόπο να ζυμώσουν πολιτικά την απαγκίστρωσή τους από αυτές, όταν ερχόταν η ώρα. Ο τρόπος αυτός ήταν τα κύρια αιτήματα που μπήκαν από μεριάς τους, δηλαδή, το «Να μην εφαρμοστεί ο νόμος» και «Να ανοίξουν οι σχολές, να ξαναγίνουμε φοιτητές». Κατεύθυνση η οποία έγινε ακόμα πιο εμφανής από την στάση των δυνάμεων αυτών από την ψήφιση του νόμου και μετά. Οι κινητοποιήσεις αραίωσαν (στην Αθήνα μάλιστα σταμάτησαν τη βδομάδα μετά την ψήφιση), η κατεύθυνση αντιπαράθεσης με το νόμο πήγε «περίπατο» και η ανατροπή του δεν τιθόταν καν σαν ζήτημα .

Η  συνέχιση της τηλεκπαίδευσης και του μη-ανοίγματος των σχολών τουλάχιστον μέχρι και το Σεπτέμβρη, όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση, είναι συνειδητή πολιτική επιλογή, που σχετίζεται με την στόχευση αποτροπής της μαζικής συνεύρεσης της νεολαίας, της ζύμωσης και προφανώς της πολιτικής οργάνωσης απέναντι στο νέο νόμο που ψηφίστηκε. Αυτό είναι που ώθησε τις Αγωνιστικές Κινήσεις να τοποθετηθούν αντίστοιχα –και σε επίπεδο αιτημάτων- και να καταθέσουν το αίτημα για «ελεύθερη μετακίνηση των φοιτητών από και προς τις σχολές». Ήταν –από κοινού με το αίτημα «να παρθούν όλα τα υγειονομικά μέτρα για το άνοιγμα των σχολών»- μια απάντηση στο πρόβλημα της συνεύρεσης φοιτητών στο φυσικό τους χώρο για να μπορέσουν να δημιουργήσουν όρους, δια ζώσης, για την ανατροπή του νέου νόμου. Όπως επίσης, δευτερευόντως, μια απάντηση στο ζήτημα της παρατεινόμενης τηλεκπαίδευσης. Ωστόσο, είναι διαμετρικά αντίθετη τοποθέτηση, από άλλες που θέτουν σαν «προϋπόθεση το άνοιγμα των σχολών, για να δημιουργηθούν κινητοποιήσεις απέναντι στο νόμο»(ΚΝΕ) . Αυτή η τοποθέτηση-ταφόπλακα για την προοπτική των κινητοποιήσεων είναι η φυσική κατάληξη της τοποθέτησης για τη μη εφαρμογή. Και ελλείψει πραγματικού πεδίου αντιπαράθεσης (βλέπε μαζικές Γενικές Συνελεύσεις), ήταν και συνεχίζει να είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν οι δύο απόψεις.

Οι δυο γραμμές μέσα στο κίνημα

Έχει σημασία να ξεκαθαρίσει η διαφορά της «μη εφαρμογής» (γραμμή που εκφράζεται κοινά από ΚΝΕ, ΕΑΑΚ, Α/Α χώρο) από «την ανατροπή του νόμου». Η πρώτη, που εκφράστηκε ακόμα και πριν ψηφιστεί ο νόμος, παίρνει δεδομένο και ότι θα ψηφιζόταν αυτός, αλλά προφανώς και ότι δεν υπάρχουν περιθώρια ανατροπής του. Δεν είναι μόνο η ανεμπιστοσύνη αυτών των δυνάμεων στις δυνάμεις του κόσμου και στην προοπτική συγκρότησης μαζικού κινήματος νεολαίας με στόχο την ανατροπή του νόμου. Είναι ακόμα το ότι απεύχονται μια τέτοια έκβαση των πραγμάτων, καθότι θα τις ανάγκαζε να τροποποιήσουν την πολιτική τους γραμμή, να αυτοαναιρεθούν με μια έννοια. Είναι και οι αυταπάτες που τρέφουν για μια σειρά από ζητήματα. Με πρώτο –και κυριότερο- το αν και πόσο θα εφαρμοστεί ο ίδιος ο νόμος.

Οι νόμοι, βέβαια, ψηφίζονται για να εφαρμόζονται! Αυτό δείχνει όχι μόνο η πικρή πείρα των λαϊκών αγώνων, αλλά και οι πολύ πρόσφατες εφαρμογές του νόμου, με την διπλή καταπάτηση ασύλου στο ΑΠΘ και τις συλλήψεις, με την ανακοίνωση των πρώτων ΑΕΙ στα οποία θα ξεκινήσει να κατοικοεδρεύει η ΟΠΠΙ, με την ανακοίνωση ακόμα και νέου νομοσχεδίου, από το υπ. Παιδείας, προς ψήφιση σύντομα. Αν δεν πιστεύεις ότι μπορεί να ανατραπεί η επίθεση, παλεύεις για να «στρογγυλέψεις» τις επιπτώσεις που θα επιφέρει αυτή.

Η «άλλη όψη» των αυταπατών που κουβαλάει η «μη εφαρμογή», σχετίζεται με το ποιος παλεύει για να μην εφαρμοστεί. Εδώ έχουμε την επίκληση στην λεγόμενη «ακαδημαϊκή κοινότητα», που από κοινού θα παλέψει ενάντια στο νόμο. Καμία «κοινότητα» συμφερόντων δεν υπάρχει ανάμεσα στο καθηγητικό κατεστημένο και τους φοιτητές. Πολλώ δε μάλλον, όταν το περιεχόμενο του νόμου (φύλαξη, διαγραφές, βάσεις εισαγωγής κλπ), αποτελεί δεκαετίες την ατζέντα των μεγαλοκαθηγητών και των προτάσεων τους προς το υπουργείο. Αφήνουμε στην άκρη μεγαλοκαθηγητές που στα λόγια εναντιώνονται στο νόμο και την εφαρμογή του, ενώ στην πράξη ζητάνε μια εναλλακτική εφαρμογή των διατάξεων του (αποφάσεις συνόδου Πρυτάνεων, συγκλήτου Πανεπ. Ιωαννίνων, υπογραφές καθηγητών ΑΠΘ). Εδώ, λοιπόν, δε βλέπουμε μόνο τις –πολύ επιζήμιες για τις νεολαιίστικές συνειδήσεις- αυταπάτες που έχει η αριστερά για το καθηγητικό κατεστημένο, τέτοιες που αφοπλίζουν την πάλη των φοιτητών απέναντι σε αυτόν που θα έρθει να εφαρμόσει(!!!) την επίθεση. Αλλά αποδεικνύεται ποιον βλέπουν να είναι το υποκείμενο της πάλης απέναντι στο νόμο. Το κοινωνικό στρώμα εκείνο μέσα στις σχολές, που φύσει και θέσει, είναι επιφορτισμένο διαχρονικά με την υλοποίηση της πολιτικής των ταξικών φραγμών. Το πώς, βέβαια, όλοι αυτοί οι κυβερνητικοί εντολοδόχοι θα είναι οι πρωταγωνιστές της πάλης απέναντι στην κυβέρνηση, μόνο οι κατά περίπτωση και ευκαιριακές εναλλαγές τοποθετήσεων αυτών των δυνάμεων μπορούν να το απαντήσουν. Από την άλλη, είναι εμφανές ότι οι δυνάμεις της αριστεράς και της αναρχίας οι οποίες αναπαράγουν την παραπάνω αντίληψη για τους πρυτάνεις και τους μεγαλοκαθηγητάδες ως συμμάχους, έχουν κοινές ανησυχίες με τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος με βάση την άποψη του προωθούσε και προωθεί την άποψη του ελέγχου της πανεπιστημιακής αστυνομίας από τους «προοδευτικούς» Πρυτάνεις.

Οι Αγωνιστικές Κινήσεις από την αρχή τοποθετούμαστε με το αίτημα της «ανατροπής του νόμου». Πιστεύουμε ότι η αναμονή για το πότε, με τι τρόπο και πού θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται αυτός, μόνο πρόβλημα στην πάλη ενάντιά του μπορεί να βάλει. Χώρια που αυτό φαίνεται ήδη και πολύ επιθετικά από τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Θέλαμε να ξεκαθαρίσουν πολιτικά οι αυταπάτες γύρω από το περιεχόμενο της επίθεσης και να κάνει κτήμα ο φοιτητόκοσμος, ότι δεν έχει κανένα συμφέρον από το νέο νόμο. Να εξηγήσουμε το στόχο του. Να βοηθήσουμε να ξεκαθαριστούν διαχειριστικές λογικές και αυταπάτες γύρω από το ρόλο των πρυτάνεων, καθηγητών. Να συμβάλουμε να σπάσει το κλίμα τρομοκράτησης των νεολαιίστικων αγώνων και αστυνομοκρατίας. Να συμβάλουμε ώστε να γεμίσει αυτοπεποίθηση η νεολαία ότι μπορεί και πρέπει να ανατρέψει το νέο νόμο, πατώντας στις δικές της δυνάμεις, να αντισταθεί στην επίθεση που δέχεται.

Κινηθήκαμε στην κατεύθυνση καλέσματος γενικών συνελεύσεων στις σχολές, με σκοπό να βρεθούν και να οργανώσουν οι φοιτητές τη συλλογική τους αντίσταση. Με σκοπό να εκφραστούν η οργή και η αγωνιστική διάθεση της νεολαίας μέσα από διαδηλώσεις και μαζικό κίνημα. Κομβική για την έκβαση της πάλης θεωρούμε ότι είναι η αντιπαράθεση σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο με την κυβέρνηση, όπως αυτή εκφράστηκε με μαζικές διαδηλώσεις. Τόσο γιατί αυτές δίνουν χώρο να κατέβουν στο δρόμο μαζικά οι φοιτητές και να διαδηλώσουν στο λαό τα αιτήματά τους, όσο και επειδή ακριβώς αποτελούν το κατεξοχήν μέσο πάλης που εκφράζει την αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική.

Προφανώς, αν θεωρείς ότι τη πάλη δεν την διεξάγουν οι φοιτητές (πάρα μόνο στα λόγια), αντίστοιχη είναι και η αντιμετώπιση των διαδικασιών των φοιτητικών συλλόγων τους, δηλαδή στα αζήτητα, κι ας σφάζονται 2-3 για τις υπογραφές των ΦΣ στα πανό των διαδηλώσεων. Έτσι εξηγείται το γιατί καμία από αυτές τις δυνάμεις δε νιώθει την ανάγκη να ενισχυθούν οι πραγματικές διαδικασίες των συλλόγων (γενικές συνελεύσεις), ακόμα και να καλεστούν τέτοιες (εκτός των περιπτώσεων που πιέζονται από τις διαθέσεις του κόσμου). Έτσι, «τραβιούνται από τα μαλλιά» οι οριακές απαρτίες με τις οποίες θεωρούν ότι παίρνει απόφαση ένας σύλλογος, δίνοντας και επιχειρήματα στη δεξιά. Έτσι, θεωρούν φυσιολογική διαδικασία αποφάσεων ενός συλλόγου, τη συζήτηση ενός ΔΣ που η σύνθεσή του αναδείχτηκε από τις φοιτητικές εκλογές του 2019.

Έτσι εμφανίστηκαν και τα «συντονιστικά συλλόγων» στις διάφορες πόλεις. Στην προσπάθεια αυτών των δυνάμεων να απεμπλακούν από τα πραγματικά καθήκοντα οργάνωσης του φοιτητόκοσμου και στην δημιουργία μιας οντότητας που θα λειτουργεί έναντι των συλλόγων, υποκαθιστώντας τη λειτουργία τους. Τη στιγμή, δηλαδή, που δε λειτουργούν ή υπολειτουργούν οι σύλλογοι, με ευθύνη και της αριστεράς, εκείνη ανακαλύπτει το όχημα που θα «νομιμοποιούνται» μεν -στο κίνημα- οι αποφάσεις που παίρνει μέσα από ένα τέτοιο όργανο, χωρίς δε να τίθενται, να συζητιούνται και να αποφασίζονται τα πραγματικά ζητήματα για αυτούς που πρέπει (τη πλατιά μάζα των μη «μυημένων» φοιτητών) και εκεί που πραγματικά μπορούν να συσπειρώσουν, να οργανώσουν συλλογικά και να πολιτικοποιήσουν όλους αυτούς τους μη-μυημένους, δηλαδή στις γενικές συνελεύσεις των φοιτ. συλλόγων.

 Αντίστοιχη με τη λειτουργία των «συντονιστικών συλλόγων», υπήρξε και αυτή του «συντονιστικού κατάληψης» του ΑΠΘ. Και στις δυο περιπτώσεις, η απόφαση του συντονιστικού θεωρούνταν η βασική και των συλλόγων η δευτερεύουσα/υποστηρικτική, που μάλιστα θα έπρεπε να περιμένει και να υποταχτεί σε αυτήν των συντονιστικών. Πολύ περισσότερο, όταν φανερά μέσα σε αυτά τα «συντονιστικά συλλόγων» γινόταν ένας συμβιβασμός των συσχετισμών ΚΝΕ-ΕΑΑΚ, με ότι σημαίνει αυτό για το πόσο ανοιχτές διαδικασίες πραγματικά είναι. Αντίστοιχα στο συντονιστικό κατάληψης του ΑΠΘ, εκφράστηκε κύρια η αναρχοαυτονομία.

Η παρέμβαση του α/α χώρου στους φοιτητικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης, γίνεται με πρωτοφανή εμβέλεια και τρόπο. Το πολιτικό κενό που άφησε η στάση της ρεφορμιστικής Αριστεράς με τις συνεχείς υπαναχωρήσεις της, έδωσε το περιθώριο στον α/α χώρο, αξιοποιώντας την κατάληψη της Πρυτανείας και παρεμβαίνοντας μέσω παλιών και καινούργιων αυτόνομων σχημάτων, να αποκτήσει το μαζικότερο μπλοκ των φοιτητικών διαδηλώσεων και να συσπειρώνει την πλειοψηφία των αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων. Η α/α με βάση τη στάση ΚΝΕ-ΕΑΑΚ βρήκε μία μοναδική ευκαιρία να διακηρύξει ότι η Αριστερά είναι συνολικά «υποταγμένη και ξοφλημένη» και να συσπειρώσει κόσμο αξιοποιώντας και επιτείνοντας το αντιπαραταξιακό κλίμα μέσω της δελεαστικής (όχι κόμματα, και καλά όχι πολιτικές γραμμές) παρουσίασης των «ανοιχτών πλαισίων» της.

Προκύπτει η ανάγκη της συγκροτημένης αντιπαράθεσης και με αυτόν τον χώρο και τον τρόπο κίνησής του στους συλλόγους. Χρειάζεται να γίνει σαφές ότι παρόλο που οι α/α στη Θεσσαλονίκη βάζουν τη διατύπωση της ανατροπής του νόμου, τα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά του προδιαγράφουν ότι δεν μπορεί παρά να μείνει στη διατύπωση. Σε επίπεδο ανάλυσης της εκπαίδευσης και των στόχων της επίθεσης, οι ομοιότητες με τη ρεφορμιστική Αριστερά είναι άφθονες από το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, την «έρευνα για τις λαϊκές ανάγκες», την ιδιωτικοποίηση κλπ. Αντίστοιχα οι λογικές του αγώνα που θα μπλοκάρει διοικητικές λειτουργίες (βλ. Πρυτανείες) ή που θα εμποδίζει κονδύλια (βλ. προτάσεις αποκλεισμού ΕΛΚΕ αυτή τη βδομάδα). Επίσης, η αναζήτηση συμμάχων στους καθηγητές δίνει και παίρνει, με πλαίσια να εναποθέτουν ακόμη και την παύση της τηλεκπαίδευσης μέσα σε κατάληψη σχολής στην «αποχή» των καθηγητών. Βασικό προβληματικό χαρακτηριστικό αυτού του χώρου είναι η επικέντρωση στο αντικατασταλτικό, κόντρα στην ζωτική αναγκαιότητα για πολιτικοποίηση του φοιητητόκοσμου που κατεβαίνει στο δρόμο και αναζητάει διέξοδο. Επιπλέον, η αδυναμία/απροθυμία να προσδιορίσει ένα συγκεκριμένο αγώνα με κατεύθυνση και στόχο και αντιθέτως το «γενικό πολιτικό περιεχόμενο» στο οποίο ο νόμος (η κρίσιμη μάχη που δίνεται αυτή τη στιγμή) μπορεί να είναι απλά άλλο ένα από τα θέματα.

Οι πολιτικές προβληματικές συμπληρώνονται από την ολοένα προβληματικότερη παρουσία στο δρόμο, που συμβαίνει να οδηγεί ένα μπλοκ χιλιάδων ανθρώπων να αποδιοργανώνεται σε λίγα λεπτά. Το μίγμα αδημονίας, αντιοργανωτισμού, έλλειψης εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του κόσμου και της λογικής των «μάχιμων μπροστάρηδων» με τις χιλιάδες σε ρόλο «ακολουθητή», οδηγεί στις «συγκρούσεις» που κάνουν στην καλύτερη κάποιες δεκάδες «μαχητών». Η αποτύπωση της βαθιάς αντιπάθειας της α/α στην οργανωμένη μαζική πάλη, όπως επίσης και οι «εδώ και τώρα» λογικές, αποτελούν ίσως την πιο απτή απόδειξη των πολιτικών και ιδεολογικών αδιεξόδων του χώρου. Παρόλ’ αυτά, σε αυτή τη φάση η α/α δελεάζει ένα αρκετά ευρύ δυναμικό νέου κόσμου, στο οποίο παρουσιάζεται ως η «αγωνιστική και μάχιμη» διέξοδος. Από την πλευρά μας, χρειάζεται να βαθύνουμε πολιτικά και ιδεολογικά την αντιπαράθεση στην α/α, προκειμένου να μπορέσουμε να γίνουμε κατανοητοί σε ένα δυναμικό για το αδιέξοδο άλλης μίας εκδοχής των εύκολων λύσεων.

Κινητοποιήσεις σε Πρυτανείες – Κατάληψη ΑΠΘ

Η απάντηση που δόθηκε σε πολιτικό επίπεδο από αυτές τις δυνάμεις τις τελευταίες 2-3 βδομάδες στο ερώτημα τι κινητοποιήσεις θα γίνουν, αποτέλεσε ένα μπαράζ καλεσμάτων για κινητοποιήσεις σε πρυτανείες. Ο στόχος; Να πιεστούν πρυτάνεις, σύγκλητοι και κοσμητείες, ώστε να εκδώσουν καταδικαστικές αποφάσεις απέναντι στα μέτρα και να δεσμευθούν ότι δε θα τα εφαρμόσουν. Με το επιχείρημα ότι «στρέφουμε πλέον τον αγώνα μέσα στα ιδρύματα» ή το γνωστό για «εναλλακτικές μορφές πάλης», ΚΝΕ-ΕΑΑΚ βρήκαν την τέλεια ευκαιρία να αποποιηθούν των ευθυνών τους για κάλεσμα κεντρικών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων, με την στάση αυτή να απομαζικοποιεί φανερά τόσο τις επιμέρους και κατά τόπους κινητοποιήσεις για «αριστερό-αγωνιστικό κάλεσμα» που κάνανε στους καθηγητές, όσο και τις κεντρικές διαδηλώσεις. Τέτοιες καλέστηκαν μόνο σε κάποιες πόλεις (ενδεικτικά Θεσ/νίκη, Ιωάννινα, πάντως όχι στην Αθήνα), και μόνο ύστερα από πολιτική πίεση που δέχτηκαν αυτές οι δυνάμεις.

Τέτοια πίεση υπήρξε τόσο από έναν κόσμο που ήθελε να αγωνιστεί, ειδικά μετά τα πρώτα γεγονότα χτυπήματος του ασύλου στο ΑΠΘ, όσο και από τις διάφορες ανά πόλεις πρωτοβουλίες που έχουν συγκροτηθεί στοχεύοντας τη συνέχιση των κεντρικών διαδηλώσεων μέχρι την ανατροπή του νόμου, με κομβική παρέμβαση των Αγωνιστικών Κινήσεων .

Αντίστοιχα χαρακτηριστικά απαγκίστρωσης από τις μαζικές διαδηλώσεις κεντρικού χαρακτήρα αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και την επίθεση του συστήματος, εκτιμάμε ότι έλαβε και η κατάληψη της πρυτανείας του ΑΠΘ. Ειδικότερα όταν τα το πολιτικό πλαίσιο του συντονιστικού της κατάληψης, παρά το ότι διατεινόταν για την «ανοιχτότητα», στην πράξη κλεινόταν πολιτικά και οργανωτικά. Πολιτικά ακολουθώντας τη λογική της μη εφαρμογής με ότι εξηγήσαμε παραπάνω. Παράλληλα με το αίτημα για παραίτηση του πρύτανη του ΑΠΘ και τις αυταπάτες για άλλη διαχείριση της επίθεσης και της εφαρμογής του νόμου. Οργανωτικά με τη λογική του «καπέλου» που θα φορεθεί στους συλλόγους και τις συνελεύσεις που θα γίνουν, όσον αφορά το πολιτικό πλαίσιο και τις κινητοποιήσεις, αναπαράγοντας τη λογική του «κέντρου αγώνα» , που όλοι πρέπει να υποταχτούν στις δικές του αποφάσεις. Το πώς εννοεί το «από τα κάτω» και χωρίς «διαμεσολαβήσεις» ο χώρος της αναρχοαυτονομίας που έπαιξε σημαντικό πολιτικό ρόλο στην εν λόγω κατάληψη, φάνηκε στην πράξη, από τη βασιλικότερη του βασιλέως διαμεσολάβηση που υλοποίησε η ίδια εις βάρος των πραγματικών διαδικασιών συλλόγων. Η αδυναμία να μπορέσει η λογική του «κέντρου αγώνα», είτε αυτό είναι τα «συντονιστικά συλλόγων» είτε η «κατάληψη ΑΠΘ», έτσι όπως το εννοούν οι χώροι των ΚΝΕ, ΕΑΑΚ και αναρχοαυτονομίας, να λειτουργήσει ενισχυτικά για τις συνελεύσεις –τη στιγμή που λίγες από αυτές, μάλιστα, διεξάγονταν- δεν έχει να επιβεβαιώσει τίποτε άλλο, από το τι ρόλο πιστεύουν αυτές οι δυνάμεις, ότι έχει να παίξει το κίνημα. Δευτερεύοντα και υποστηρικτικό, στον καταρχήν αγώνα που διεξάγουν «άλλοι», οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, μέσα σε συγκλήτους (ιδανικά και υπουργεία) και όχι ρόλο πρωταγωνιστικό. Το πόσο κοντά ποδάρια έχει ο εικονικός συνδικαλισμός, φάνηκε δυστυχώς στην πράξη.

Ο ορίζοντας των κινητοποιήσεων και η αντίδραση του συστήματος

Αν εξαιρέσουμε την «επετειακή» και με όρους κλεισίματος, παρά ενίσχυσης, του κύκλου των φοιτητικών κινητοποιήσεων 10 Μάρτη, που είχε καλεστεί με πρωτοβουλία της ΚΝΕ και με το γνωστό πολιτικό πλαίσιο που επικεντρώνει στο «να ανοίξουν οι σχολές» (κατά βάση για να κάνουμε μάθημα και «να γίνουμε ξανά φοιτητές»), δεν φαίνεται να υπάρχει διάθεση για κάλεσμα νέων διαδηλώσεων απέναντι στο νόμο. Αυτή είναι και η πρακτική απόληξη των αιτημάτων για τη «μη εφαρμογή». Το κλείσιμο των κινητοποιήσεων και η «στροφή» στα παρακαλετά στους πρυτάνεις «να μην εφαρμοστεί ο νόμος μέχρι να… ανατραπεί». Ή μέχρι να τον «καταργήσει η κοινή λογική». Το πόσο μέλλον βλέπουν αυτές οι τοποθετήσεις για μαζική πάλη απέναντι στο νέο νόμο είναι πράγματι αυταπόδεικτο από την κοινή λογική.

Βέβαια οι ίδιες δυνάμεις δεν φρόντισαν με κανέναν τρόπο και με τις αντίστοιχες δυνάμεις που έχουν στους μαθητές και στα σωματεία των εργαζομένων να συναντηθεί το φοιτητικό κίνημα με αλλά κοινωνικά κομμάτια. Ούτε καν με τους μαθητές οι οποίοι πριν λίγους μήνες κάνανε μαζικές  καταλήψεις και κινητοποιήσεις πανελλαδικά και πλήττονται από την διπλή βάση εισαγωγής και τους νόμους του Υπουργείου.

Στον αντίποδα, η κυβέρνηση έχει ήδη πραγματοποιήσει δυο «τρανταχτές» και κινηματογραφικές εφαρμογές του νόμου, με το χτύπημα του ασύλου στο ΑΠΘ. Καθημερινά και σε όλες τις εκδηλώσεις φοιτητικών διαμαρτυριών επιδεικνύει την δύναμή της μέσω της καταστολής και της τρομοκράτησης, όπου δεν μπορεί να συκοφαντήσει. Ήδη ανακοινώνει νέο νομοσχέδιο στα σκαριά, βάζει λυτούς και δεμένους να λασπολογούν απέναντι στους φοιτητικούς αγώνες. Είναι επειδή αναγκάζεται να γίνει όλο και πιο επιθετική και επικίνδυνη, όσο βλέπει ότι η πολιτική της δεν πείθει. Επιλέγει να χτυπήσει δια πυρός και σιδήρου όλους τους λαϊκούς αγώνες και τις εκφράσεις λαϊκής οργής, σαν όρο για να συνεχίσει αυτό που τις έχουν αναθέσει οι ιμπεριαλιστές και το ντόπιο κεφάλαιο. Πολύ περισσότερο με τις πιέσεις που δέχεται στα «εθνικά ζητήματα», δηλαδή το παζάρεμα της εξάρτησης από ΗΠΑ-ΕΕ σε κόντρα με την αστική τάξη της Τουρκίας, εν μέσω της δολοφονικής διαχείρισης των υγειονομικών ζητημάτων της πανδημίας και με το ένα σκάνδαλο μετά το άλλο, να λερώνουν την εικόνα της και να τη φθείρουν πολιτικά.

Παρά ταύτα, η διάθεση του κόσμου φαίνεται να μην μπορεί να περιοριστεί εύκολα στους σχεδιασμούς της κυρίαρχης φοιτητικής αριστεράς. Αυτό δείχνει και η μαζική συρροή του κόσμου –και ειδικά νεολαίας- σε όλες τις κινητοποιήσεις που καλέστηκαν έπειτα από τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη και παρά το όργιο κατασυκοφάντησης των λαϊκών κινητοποιήσεων από κυβέρνηση και ΜΜΕ. Αυτό δείχνει και η μαζικοποίηση διαδηλώσεων υποστήριξης του δίκαιου αιτήματος του απεργού πείνας ΔΚ.

Στο βάθος… ΣΥΡΙΖΑ

Ειδικά για την πάλη της νεολαίας απέναντι στο νόμο έχει προβάλει φανερά πολιτικό κενό που απαιτεί πλήρωση. Ποιος θα εκφράσει και πώς την αγωνία της νεολαίας να αντισταθεί απέναντι στα νέα μέτρα; Θα καταφέρει αυτή η οργή να εκφραστεί αγωνιστικά ή όχι; Όπως και παντού στη φύση, έτσι και στην πολιτική τα κενά γεμίζουν. Και αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι πολύ ευάλωτο να γεμίσει ξανά το συγκεκριμένο κενό με τις αυταπάτες μιας άλλης διαχείρισης. Ακόμα και κατάργησης ορισμένων διατάξεων ή και του συνόλου του νόμου από μια άλλη… κυβέρνηση.

Τι άλλο, αν όχι αυτό, προοικονομείται με την εκκωφαντική απροθυμία της κυρίαρχης αριστεράς για συνέχιση των κινητοποιήσεων; Πώς αλλιώς, αν όχι έτσι, μπορεί να βρει δικαίωση η «μη εφαρμογή» του νόμου, αν όχι από μια άλλη διαχείριση των πραγμάτων. Από κάτι που δεν ομολογείται, αλλά βρίσκεται στους πόθους πολλών αριστερών και αναρχοαυτόνομων χώρων. Την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αν όχι στην κυβέρνηση, τουλάχιστον σε καθοριστικό ρόλο στο κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό, τέτοιο που να κρίνει πλευρές της πολιτικής ατζέντας της κυβέρνησης με άλλους όρους από ότι τώρα.

Εκεί είναι που, μαθηματικά, οδηγεί τα πράγματα το αποτράβηγμα από την κεντρικού χαρακτήρα αντιπαράθεση με το σύστημα στο επίπεδο της κόντρας με το νόμο. Και λίγη σημασία έχει αν το κατανοούν οι θιασώτες της μη εφαρμογής αυτό. Το καταλαβαίνει η κυβέρνηση και πλαταίνει τα μέτωπα επίθεσης απέναντι στο λαό. Διανύοντας βήματα σε κάθε ένα μέτωπο ξεχωριστά, με χαρακτηριστικό το εκπαιδευτικό. Το καταλαβαίνει κι ο ΣΥΡΙΖΑ και κάνει τους λογαριασμούς του σχετικά με τα εκπαιδευτικά, με την καταστολή, με τα σκάνδαλα, προετοιμάζοντας τους όρους για μια νέα εκτόνωση της λαϊκής και νεολαιίστικης οργής σε ακίνδυνα εκλογικά μονοπάτια.

Γιατί επιμένουμε στο δρόμο της ανατροπής του νόμου;

Δεν είναι θέμα ιστορικών συγκρίσεων (ν.815) το αν μπορεί να ανατραπεί ένας νόμος ή όχι από την πάλη της νεολαίας. Και απέχουμε όχι μόνο χρονικά από την περίοδο που το κίνημα είχε καλύτερες θέσεις, αλλά κυρίως πολιτικά. Ακόμα και η αντιπαράθεση των δυο γραμμών στο κίνημα, είναι δύσκολο να διεξαχθεί σήμερα για μια σειρά από λόγους (κλειστές σχολές, άμαζες Γ.Σ. όπου γίνονται). Και κατά βάση γίνεται στην πράξη, με τη στάση του καθένα στο κίνημα. Όμως είναι απαραίτητο να ξεχωρίσει, ειδικά σε αυτές τις συνθήκες, το πού πηγαίνει τα πράγματα ο ένας και ο άλλος δρόμος. Είναι όρος απαραίτητος η αντιπαράθεση σε αυτή τη φάση, αν θέλουμε να συμβάλουμε στη συνέχιση των φοιτητικών κινητοποιήσεων.

Δεν εκτιμάμε ότι τα πράγματα κρίθηκαν και συνεπώς περνάμε σε μια φάση πολιτικής ζύμωσης των μαζών. Πιστεύουμε ότι ακόμα κρίνονται οι εξελίξεις και συνεχίζει να υφίσταται ανάγκη για πρωτοβουλίες κινήσεων, ζωντανή μάχη ιδεών στο κίνημα και πάλη για ενεργό ανάληψη δράσης στο κίνημα από δυνάμεις που θέλουν να πάνε τα πράγματα προς τα εκεί. Ούτως ή άλλως, η κυβέρνηση φροντίζει να το υπενθυμίζει καθημερινά αυτό. Αλλά το υπενθυμίζει και η αγανάκτηση του κόσμου που προσπαθεί να βρει έκφραση.

Δεν επαναπαυόμαστε ούτε στιγμή, καθώς γνωρίζουμε τον δεδομένο ταξικό συσχετισμό και παλεύουμε για να τον ανατρέψουμε την ίδια ώρα που η αριστερά σφυράει τη λήξη των κινητοποιήσεων και οι φοιτητές ωθούνται έξω απ’ τον αγώνα. Έχουμε εμπιστοσύνη ότι η οργή της νεολαίας και η αναζήτηση τρόπων αντίστασης στο νέο νόμο μπορεί να συναντηθεί με την αγωνιστική προοπτική μαζικής οργανωμένης παρατεταμένης πάλης.

Συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι, παρά τις κινητοποιήσεις όλο αυτό το διάστημα, παραμένει η ανάγκη για πολιτικοποίηση του αγώνα, για ξεκαθάρισμα της στοχοθεσίας του κινήματος απέναντι στην κυβέρνηση και το σύστημα. Ώστε να ξεκαθαρίσουν οι φοιτητές τι έχουν απέναντί τους. Ποιες γραμμές κατατίθενται στο κίνημα και πού το πάει η καθεμία. Ότι δεν είναι μόνο η ΟΠΠΙ που έρχεται, αλλά και διαγραφές, βάσεις εισαγωγής, πειθαρχικά, σκληροί ταξικοί φραγμοί που έχουν στόχο να φέρουν ένα τεράστιο χτύπημα στο δικαίωμα στις σπουδές.

Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι, τώρα περισσότερο από πριν, απαιτείται η μαζικοποίηση του αγώνα. Πολύ περισσότερο όταν η καταστολή «σφίγγει»  τον κλοιό απέναντι στις αγωνιζόμενες δυνάμεις. Σε αυτή τη λογική παλέψαμε να συγκροτηθούν, σε όλες τις πόλεις που παρεμβαίνουμε, όσο το δυνατόν πλατύτερες πρωτοβουλίες, που θέλουν να συσπειρώσουν κόσμο στη λογική της κοινής δράσης αγωνιστών και δυνάμεων, με την κατεύθυνση για την «ανατροπή του νόμου».

Θεωρούμε ότι δεν έχουν αρθεί οι συνθήκες που απαιτούν να συνεχίσουν να καλούνται αντίστοιχες πρωτοβουλίες και που υπαγορεύουν να οργανωθούν (και μέσω των πρωτοβουλιών) κεντρικές κινητοποιήσεις-διαδηλώσεις απέναντι στο νέο νόμο. Και ας μην περιμένουν αυτές οι πρωτοβουλίες να ανοίξουν πρώτα οι σχολές για να αντισταθούμε στο νόμο. Γιατί, περιμένοντας κάποιοι πότε «θα ξαναγίνουν φοιτητές», αφοπλίζουν συνειδητά το κίνημα μπροστά σε μια νέα βαθιά ταξική και αντιδημοκρατική εξέλιξη στα πανεπιστήμια.

Συνεχίζουμε να παλεύουμε για Γενικές Συνελεύσεις στις σχολές, με στόχο να βρεθούν δια ζώσης οι φοιτητές να οργανώσουν την πάλη τους, χωρίς να περιμένουν πλαίσια και καλέσματα στο facebook, από «συντονιστικά-φαντάσματα». Από την πρώτη στιγμή παλέψαμε σε κάθε σχολή που παρεμβαίνουμε να συγκροτηθούν συνελεύσεις. Όπου δεν είναι εφικτό αυτό, πρωτοβουλίες φοιτητών που να αναλάβουν τη σύγκληση συνελεύσεων και κινητοποιήσεων με αναφορά στη μαζικοποίηση τους. Με στόχο να πάρουν τον αγώνα στα χέρια τους απέναντι στην επιζήμια λογική της ανάθεσης και των «καπέλων».

Υπερασπιζόμαστε την κατάληψη ως μέσο πάλης των φοιτητών απέναντι στην δεξιά και κυβερνητική λασπολογία. Ως χώρο που μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά για τη ζύμωση ανάμεσα στους φοιτητές και για την αποτελεσματικότερη πολιτικοποίηση του αγώνα τους. Με μαζικούς όρους και ως μέσο στήριξης και πολιτικοποίησης ενός αγώνα που διεξάγεται στις σχολές, με υποκείμενα τους ίδιους τους φοιτητές, και όχι σαν υποκατάστασή του από «κέντρα αγώνα».

Επιμένουμε ότι οι φοιτητικές κινητοποιήσεις πρέπει να συνεχιστούν και να μαζικοποιηθούν, όχι μόνο από φοιτητές, αλλά και από τους μαθητές και του εκπαιδευτικούς που πλήττονται από τους ίδιους νόμους. Να βρουν οι αγώνες της σπουδάζουσας νεολαίας συμμάχους στον μαθητόκοσμο και τον λαό που χτυπιέται από τη βάρβαρη πολιτική του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Επιμένουμε πως η ανατροπή του νόμου δεν θα έρθει με αποκέντρωση της πάλης σε «μικρές, κατά τόπους κινητοποιήσεις», πολλώ δε μάλλον «με στόχο την πίεση στους καθηγητές». Ότι δεν είναι αγώνας οι «συμβολικές κινητοποιήσεις» που γίνονται για να τις πάρει η κάμερα. Αλλά ότι απαιτείται κεντρική αντιπαράθεση με το σύστημα. Με τη μορφή που η νεολαία ξέρει καλύτερα να εκφράζει αυτήν την αντιπαράθεση, στο δρόμο και στις διαδηλώσεις.

Επιμένουμε πως η πάλη για την ανατροπή του νόμου δεν είναι «μιας ριξιάς», αλλά παρατεταμένη και με απαιτήσεις για τους αγωνιστές και τις δυνάμεις που θέλουν να συνδράμουν σε αυτή και να την πάνε μπροστά. Ότι απαιτεί ανάληψη καθηκόντων σε μια σειρά επίπεδα - πολιτικά, ιδεολογικά, οργανωτικά, πρακτικά. Αυτή όμως την κατεύθυνση θέλουν οι Αγωνιστικές Κινήσεις να υπηρετήσουν και σε αυτή καλούμε τον κόσμο να παλέψει.