Η κατάσταση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
Είναι σημαντικό να κατακτάμε όλο και πιο αναβαθμισμένα την ικανότητα να προσδιορίζουμε κάθε φορά τα βασικά χαρακτηριστικά της φάσης που διανύουμε στο επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κάτι τέτοιο αποτελεί και το αφετηριακό σημείο, όχι μόνο για τη σωστή εκτίμηση των επιμέρους εξελίξεων που θα προκύπτουν, αλλά και για τον καθορισμό των καθηκόντων μας και τη χάραξη γραμμής πάλης που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες.
Η αμέσως προηγούμενη πανελλαδική διαδικασία των Αγωνιστικών Κινήσεων πραγματοποιήθηκε με «νωπή» την ψήφιση του νόμου Γαβρόγλου και αναπόφευκτα επικεντρώθηκε στην ανάλυση του περιεχομένου του και των αντιδραστικών τομών για τις οποίες στρώνει το έδαφος. Μπορούμε να πούμε πως η περίοδος που μεσολάβησε από τότε ήταν αρκετά αποκαλυπτική για το πόσο γρήγορα ορισμένες από αυτές θα έπαιρναν σάρκα και οστά. Οι λέσχες των εστιών βρέθηκαν για ένα ολόκληρο διάστημα στον «αέρα», το σύγγραμμα αμφισβητήθηκε ανοιχτά, το σχέδιο αναμόρφωσης του χάρτη της τριτοβάθμιας απέκτησε το βάπτισμα του πυρός με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, το Άσυλο ποδοπατήθηκε επανειλημμένα, για να αναφέρουμε μερικές μόνο από εκείνες τις εξελίξεις, που αποτέλεσαν έμπρακτη υπενθύμιση για αυτό που από καιρό έχουμε επισημάνει: ότι βρισκόμαστε σε φάση ολομέτωπης επίθεσης του συστήματος ενάντια στο λαϊκό δικαίωμα στις σπουδές.
Ταυτόχρονα με αυτό, τμήματα του δυναμικού μας βγήκαν στη σέντρα, σηκώνοντας την αντιπαράθεση με πτυχές της επίθεσης που εξελισσόταν (ΤΕΙ Αθήνας, Ξάνθη) και τέθηκε σε όλους μας επιτακτικά η ανάγκη να εξειδικεύσουμε την άποψή μας περαιτέρω πάνω σε αυτές, ανεβαίνοντας κάποια σκαλοπάτια πάνω από το επίπεδο της κωδικοποιημένης παράθεσης των βασικών σημείων του νόμου, με την οποία γενικά πορευόμασταν μέχρι τα τότε.
Που βρισκόμαστε τώρα;
Για να το θέσουμε όσο πιο συνοπτικά γίνεται, θα λέγαμε ότι το βασικό πολιτικό δεδομένο της περιόδου που διανύουμε είναι η άνοδος του ρυθμού της επίθεσης σε όλο το εύρος των φοιτητικών-σπουδαστικών δικαιωμάτων. Αυτή καθορίζεται κυρίαρχα από το γεγονός ότι οι δυνάμεις του συστήματος και η κυβέρνηση διαθέτουν πλέον ένα αναβαθμισμένο νομικό οπλοστάσιο, το οποίο συντίθεται κυρίως από τους δύο κεντρικούς νόμους για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (νόμο Γαβρόγλου και νόμο-πλαίσιο) και συνεχώς εξειδικεύεται με νέα νομοσχέδια (π.χ. για την προώθηση των συγχωνεύσεων σε μια σειρά ιδρύματα της χώρας), αλλά και εμπλουτίζεται με ένα κάρο αντιδραστικές τροπολογίες, πορίσματα και διατάξεις.
Γίνονται σοβαρά βήματα, λοιπόν, στην κατεύθυνση αυτού που έχουμε προσδιορίσει ως «αντιδραστική μονοπωλιακή αναπροσαρμογή» της εκπαίδευσης και σε πλατύ επίπεδο προβάλλουμε με το σύνθημα για την παιδεία των «λίγων και εκλεκτών». Είναι γνωστή η θέση μας ότι ο χαρακτήρας των αλλαγών στον χώρο της εκπαίδευσης, που ανήκει στη σφαίρα του εποικοδομήματος, καθορίζεται θεμελιακά από τις αντιδραστικές μεταβολές στο πεδίο της παραγωγής και της οικονομίας, αλλά και αντεπιδρά σε αυτές. Αυτό που συντελείται δεν είναι τίποτε άλλο από την υλοποίηση της κεντρικής επιδίωξης του συστήματος να διαμορφώσει ένα «νέο» ταξικό τοπίο μέσα στα πανεπιστήμια, απρόσιτο για τα λαϊκά στρώματα, εναρμονίζοντας το εκπαιδευτικό οικοδόμημα με τους όρους και τους συσχετισμούς στην κοινωνία και τον εργασιακό μεσαίωνα που διαρκώς διευρύνεται. Γι’ αυτό και οι κάθε λογής ταξικοί φραγμοί κατέχουν κομβική θέση σε αυτή τη διαδικασία.
Οφείλουμε με την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε για άλλη μια φορά τις αρχειακές μας διαφωνίες με τις απόψεις εκείνες δυνάμεων της φοιτητικής αριστεράς (ΚΝΕ, ΕΑΑΚ κ.α.) που εντοπίζουν σε όσα γίνονται την αλλαγή του χαρακτήρα της εκπαίδευσης, κάνοντας λόγο για «επιχειρηματικοποίηση», «αναδιάρθρωση» κ.ο.κ . του πανεπιστημίου και συσκοτίζοντας έτσι την πραγματική φύση της επίθεσης που διεξάγεται. Σε αντίθεση με αυτές τις αντιλήψεις, εμείς δεν θρηνούμε καθόλου για την «εκπαίδευσή μας που χάνουμε», μιας και δεν θεωρούμε ότι ο εκπαιδευτικός μηχανισμός ήταν ποτέ «ουδέτερος» ή «αταξικός». Ο χαρακτήρας του για εμάς παραμένει αναλλοίωτος, αναπροσαρμοζόμενος σε ακόμα πιο αντιδραστική και ταξική βάση, τόσο σε σχέση με την ιδεολογική, όσο και την κατανεμητική του λειτουργία.
Το δεύτερο προσδιοριστικό ποιοτικό χαρακτηριστικό της περιόδου είναι προφανώς οι εξαιρετικά δυσμενείς πολιτικοί συσχετισμοί σε βάρος της σπουδάζουσας νεολαίας και η σοβαρή αποσυγκρότηση των συλλόγων που έχει συντελεστεί όλα αυτά τα χρόνια. Αν στο παρελθόν το αγωνιζόμενο φοιτητικό κίνημα ήταν ο βασικός παράγοντας καθυστέρησης της επίθεσης στον χώρο της εκπαίδευσης-και όχι μόνο-, αναγκάζοντας το αντιδραστικό μέτωπο σε πολλαπλές αναδιπλώσεις και οξύνοντας τις αντιφάσεις και την κρίση της αστικής εκπαίδευσης, σήμερα η χρόνια αδράνεια και υποχώρησή του είναι σαφές ότι δίνει άπλετο χώρο στις δυνάμεις του συστήματος να εφορμήσουν.
Αποτελεί σοβαρό πρόβλημα σε αυτό το πλαίσιο, το ότι η νέα γενιά των φοιτητών «μαθαίνει» καθημερινά να θεωρεί ως φυσιολογική τη συνθήκη των καταργημένων δικαιωμάτων, της αποστείρωσης του πανεπιστημίου, της καθηγητικής «αυθεντίας», της ανυπαρξίας οποιασδήποτε συλλογικής διαδικασίας, γεγονός που με τη σειρά του οξύνει παραπέρα την αποσυγκρότηση. Επιπρόσθετα, ο κόσμος εισάγεται πλέον στις σχολές κουβαλώντας στις πλάτες του μια τρομακτική πίεση για γρήγορη αποφοίτηση και επαγγελματική αποκατάσταση, με έρευνα της ΑΔΙΠ να κάνει λόγο για το 50% των φοιτητών που, πλέον, αποφοιτά στα ν χρόνια. Δεν μπορούμε παρά να λάβουμε ύποψη μας αυτό το δεδομένο, που δημιουργεί συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και αγωνίες στο φοιτητικό σώμα και αντίστοιχες ανάγκες και δυσκολίες στην παρέμβασή μας. Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε το ότι όλα τα παραπάνω επιδρούν και σε ένα νέο δυναμικό που πρόσφατα εντάχθηκε και παλεύει μέσα από τις γραμμές μας.
Η απομάκρυνση από τα όργανα πάλης και η ανεμπιστοσύνη στον συλλογικό δρόμο είναι σίγουρα φαινόμενα με μαζικές διαστάσεις εντός των σχολών. Τα υψηλά νούμερα της αποχής και οι διαλυτικές καταστάσεις που επικράτησαν στις τελευταίες φοιτητικές εκλογές αποτέλεσαν ακόμα μια έκφραση αυτής της συνθήκης. Και η κυρίαρχη φοιτητική αριστερά; Παραμένοντας στη δίνη των ρεφορμιστικών-κοινοβουλευτικών αυταπατών και αδιεξόδων της, έχει πλήρως υποταχθεί στους αρνητικούς συσχετισμούς, σαλπίζοντας την αναχώρηση και φτάνοντας μέχρι και στην υψηλή «θεωρητική» παραγωγή απόψεων για το «τέλος του φοιτητικού κινήματος». Εναλλάσσοντας πλέον τη «μη παρέμβαση» με την ακάθεκτη αναπαραγωγή των λογικών και πρακτικών του «εικονικού συνδικαλισμού» της ανάθεσης και της υποταγής, τροφοδοτεί ενεργά την κατάσταση αποσυγκρότησης. Φροντίζει, με λίγα λόγια, να αποδεικνύει διαρκώς ότι είναι μέρος του προβλήματος, ενώ τα ψευτοσυγκρουσιακά χάπενινγκ και οι θεαματικές ενέργειες στις οποίες επιδίδεται κατά καιρούς όλο και περισσότερο αποκαλύπτουν τη γύμνια της και τις αποκλειστικά εκλογικίστικες αγωνίες της.
Η αρνητική κατάσταση του φοιτητικού κινήματος, όμως, δεν μπορεί να διαιωνίζεται εσαεί. Όποιος, παρασυρμένος από τη γενικευμένη απογοήτευση και ηττοπάθεια, αναγνωρίζει στην περίοδο που διανύουμε χαρακτηριστικά μιας «αιώνιας και αμετάβλητης» συνθήκης, θα διαψευστεί οικτρά. Αυτό που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού είναι ότι, με βάση τα διευρυνόμενα αδιέξοδα της νεολαίας, συσσωρεύονται διαρκώς οι όροι ανάφλεξης των επόμενων κινηματικών εφόδων. Ο φοιτητικός «αναβρασμός» που ανάγκασε πέρυσι την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να οπισθοχωρήσει τακτικά από την αναστολή της διανομής των συγγραμμάτων, ήταν μια αποτύπωση αυτής της αντιφατικής διαδικασίας που συντελείται για την ώρα «σιωπηλά»: η ανάγκη να ανακαλυφθεί ξανά η σημασία των συλλογικών οργάνων που γεννιέται καθημερινά στον φοιτητόκοσμο αναμετριέται με την αποσυγκρότηση των συλλόγων, τη συνολική οπισθοχώρηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος και την κυριαρχία αστικών-ρεφορμιστικών αντιλήψεων εντός των σχολών.
Μπορεί να μην περνάνε όλα από το χέρι μας, αλλά οφείλουμε από την άλλη να συνειδητοποιήσουμε πως πολλά θα εξαρτηθούν από το επίπεδο συγκρότησης και παρέμβασης μιας αντίληψης σαν τη δικιά μας, που θέλει να πάει κόντρα στο ρεύμα και κινείται σε κατεύθυνση αναμέτρησης με τις δυνάμεις του συστήματος. Ξέρουμε λοιπόν ότι στην κεντρικοποίηση της σύγκρουσης θα παίξουν ρόλο και οι κινήσεις των «από πάνω», αλλά σαν οργανωμένη πολιτική-συνδικαλιστική δύναμη δεν μπορούμε να τα αφήσουμε στην τύχη τους και στον «αυτόματο πιλότο», μιας και τόσο ο χρόνος, όσο και η κατεύθυνση των αγώνων που θα δοθούν, θα σφραγιστούν για άλλη μια φορά από την κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα.
Μας τίθεται, επομένως, το καθήκον να βαθύνουμε τον πολιτικό μας λόγο και να εξειδικεύσουμε την άποψή μας για όσα λαμβάνουν χώρα. Πρέπει αναμφίβολα να κατακτήσουμε τη δυνατότητα να εντοπίζουμε και να προβάλλουμε εκείνες τις αιχμές πάλης που συγκεντρώνουν και συσπειρώνουν δυνάμεις στην κατεύθυνση υπεράσπισης των φοιτητικών-σπουδαστικών δικαιωμάτων, γνωρίζοντας ταυτόχρονα πως ούτε αυτό αρκεί από μόνο του. Οφείλουμε, παράλληλα, να βάλουμε μπροστά ένα πλαίσιο διεκδικητικών κατευθύνσεων και στόχων πάλης, αφού το σύστημα έχει ήδη σημειώσει σοβαρές επιτυχίες στο ξεθεμελίωμα κεκτημένων δεκαετιών, αλλά και γιατί σαν υποκειμενική προσπάθεια πρέπει να μπορούμε να αναδεικνύουμε το βάθος της προοπτικής της πάλης που προτάσσουμε στον φοιτητόκοσμο. Με άλλα λόγια, μπροστά μας είναι η ανάγκη να θεμελιώσουμε πιο στέρεα της γραμμή της Αντίστασης και Διεκδίκησης, μιας και επιμένουμε ότι είναι η μόνη που μπορεί να ανοίξει δρόμους για την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος σε αγωνιστική κατεύθυνση.
Στόχοι-Κατευθύνσεις Πάλης
-Αυτό που έχει επικρατήσει να αποκαλούμε “δωρεάν πλέγμα” σε σίτιση-στέγαση-συγγράμματα-μεταφορές, γνωρίζουμε καλά ότι δεν συνίσταται από “παροχές”. Κοντράρουμε αυτόν τον όρο, όπου τον συναντάμε, διότι ξέρουμε ότι το σύστημα έχει φροντίσει να αποκτήσει αντιδραστική φόρτιση, έτσι ώστε κάθε είδους κεκτημένο να βρίσκεται διαρκώς υπό αίρεση, ανάλογα με τις διαβόητες “αντοχές της οικονομίας”. Στον αντίποδα, οφείλουμε να θεμελιώσουμε στη συνείδηση της πλατιάς μάζας των φοιτητών την έννοια του “δικαιώματος”. Αντιστεκόμαστε, λοιπόν, σε κάθε προσπάθεια πετσοκόμματος του “δωρεάν πλέγματος”, στην περικοπή των συγγραμμάτων, στο αντίτιμο στις λέσχες, στην ιδιωτικοποίησή τους, στην επιβολή ενοικίου στις εστίες, στην υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των φοιτητών εκεί, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες πυρκαγιές στο Ηράκλειο. Αναδεικνύουμε ότι στον ορίζοντα βρίσκεται μέχρι και η εισαγωγή διδάκτρων, στόχος που δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί διακαή πόθο του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, γι' αυτό και παγιώθηκε στο μεταπτυχιακό επίπεδο με τον νόμο Γαβρόγλου και έρχεται και επανέρχεται συνεχώς από διάφορους “λαγούς” του συστήματος και σε σχέση με το προπτυχιακό.
Δεν πέφτουμε στην παγίδα της κοστολόγησης των αναγκών και δικαιωμάτων μας. Η επίθεση στο λαϊκό δικαίωμα στις σπουδές έχει πολιτικό χαρακτήρα και βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην υποχώρηση του κινήματος, και αυτοί είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή του συστήματος για το που θα διαθέσει όλες αυτές τις υπερσυσσωρευμένες αξίες από τη ληστεία της εργατικής τάξης και του λαού. Δεν είναι, επομένως, ζήτημα υποχρηματοδότησης απέναντι στην οποία πρέπει να προκρίνουμε το αίτημα της “αύξησης των χρημάτων” ή να καταρτίσουμε τους “αριστερούς” προϋπολογισμούς, πρακτικές στις οποίες επιδίδεται το σύνολο των δυνάμεων της φοιτητικής αριστεράς. Να μην παραγνωρίζουμε, όμως, ότι η πολιτική των περικοπών είναι υπαρκτό ζήτημα και ότι η υποχρηματοδότηση, με δούρειο ίππο την “οικονομική αυτοτέλεια των ιδρυμάτων”, χρησιμοποιείται σαν εργαλείο για τη μετακύλιση του κόστους σπουδών στις πλάτες των φοιτητών, το μαράζωμα και το κλείσιμο σχολών, την προώθηση των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων σε σύζευξη με την εξωτερική αξιολόγηση, καθώς και τη νομιμοποίηση της επίθεσης στις συνειδήσεις των φοιτητών ως “αναγκαίο κακό”. Πώς απαντάμε λοιπόν το ζήτημα της υποχρηματοδότησης ή καλύτερα, την επιλογή να μην δίνονται εκεί τα χρήματα, αλλά εκεί που το κεφάλαιο έχει ανάγκες; Με την απευθείας διεκδίκηση του «πλέγματος», χωρίς κάποιου είδους κοστολόγηση (π.χ. 15% για την παιδεία).
Στην πάλη για την υπεράσπιση του “δωρεάν πλέγματος” πρέπει να βάζουμε μπροστά τις κατευθύνσεις μας, που είναι οι μόνες που της δίνουν αγωνιστικό περιεχόμενο, κόντρα στην προσαρμογή στο “υπάρχον” πλαίσιο των νόμων και της επίθεσης. Διεκδικούμε “ένα και δωρεάν σύγγραμμα που να καλύπτει όλη την εξεταστέα ύλη”, κόντρα στην εντατικοποίηση, τη χαοτική διόγκωση της ύλης και τη νομιμοποίηση της καθηγητικής αυθαιρεσίας, καθώς και “επανεξέταση των μαθημάτων που περιείχαν ύλη έξω από αυτό”. “Δωρεάν, αξιοπρεπής σίτιση και στέγαση, χωρίς καμία προϋπόθεση, για όλα τα έτη φοίτησης και το σύνολο των φοιτητών ανεξαιρέτως”, καθώς μόνο διαμέσου της καθολικότητας αποκτά το πραγματικό του νόημα ο όρος “δικαίωμα” και είναι γνωστό ότι τα πάσης φύσης κριτήρια και προϋποθέσεις που τίθενται οδηγούν απευθείας στην κατάργησή του. Το ίδιο και για τις μεταφορές και το πάσο. Όλα αυτά είναι κάποιοι από τους στόχους πάλης που διατυπώσαμε πριν από μερικά χρόνια στα “Σημεία Επίκαιρα” και οφείλουμε να ξαναθυμηθούμε και να αξιοποιήσουμε, εντάσσοντάς τους οργανικά στην πολιτική μας απεύθυνση.
-Για εμάς το πτυχίο πρέπει να είναι η “μοναδική προϋπόθεση για δουλειά”. Δεν αποδεχόμαστε τις κάθε είδους πιστοποιήσεις προσόντων και επιμορφώσεις του συστήματος, ούτε θεωρούμε ότι κάναμε το “ταξικό μας καθήκον”, αν απλώς απαιτήσουμε να είναι αυτές “δωρεάν”, όπως συνηθίζει μεγάλο μέρος της αριστεράς, υποτασσόμενο στα ιδεολογήματα του συστήματος για τη “γνώση” και τη “δια βίου μάθηση”. Γι' αυτό και δεν αναγνωρίζουμε την αντιδραστική έννοια της διδακτικής επάρκειας στις καθηγητικές σχολές και δεν μπαίνουμε στη συζήτηση για το πώς και πότε θα μας παρέχεται. Είμαστε ενάντια στις εξετάσεις για ειδικότητα ιατρών, κλάσεις μηχανικών, άδειες άσκησης επαγγέλματος κ.ο.κ., γιατί αποσυνδέουν τα επαγγελματικά δικαιώματα από το πτυχίο.
Διεκδικούμε “ενιαίο πτυχίο, με όλα τα επαγγελματικά δικαιώματα σε αυτό”. Αναγνωρίζουμε στην προώθηση των κύκλων σπουδών της Μπολόνια, των bachelor-master, των πιστωτικών μονάδων και του ατομικού φακέλου προσόντων, την προσπάθεια του συστήματος να διασπάσει τα πτυχία και να κατακερματίσει τα επαγγελματικά μας δικαιώματα. Να μας εντάξει σε μια πλήρως εξατομικευμένη πορεία συλλογής μονάδων και επιμορφώσεων, χωρίς καμιά συλλογική αναφορά στο κεκτημένο του πτυχίου, σε πλήρη αντιστοίχιση με τη συνθήκη ανεργίας-επισφάλειας-δουλειάς δίχως δικαιώματα και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων στους χώρους εργασίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο νόμος Γαβρόγλου επιβεβαίωσε και ανέπτυξε παραπέρα αυτήν την από καιρό διακηρυγμένη κατεύθυνση.
Τα νέα διετή προγράμματα σπουδών των 120 ECTS, που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόμου Γαβρόγλου και ξεκίνησαν ήδη να ιδρύονται, αρχής γενομένης από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, έρχονται να αποτελέσουν ένα νέο σοβαρό χτύπημα στο πτυχίο. Πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι, όπως αναφέρει σαφώς και ο νόμος, κάθε ίδρυμα είναι υποψήφιο για τη δημιουργία τέτοιων προγραμμάτων σύντομου κύκλου, πέρα από τα τμήματα των ΤΕΙ που μετά το κύμα συγχωνεύσεων θα αλλάξουν μορφή. Παράλληλα με την προώθηση του στόχου των πτυχίων πολλών ταχυτήτων, μέσω αυτών, η κυβέρνηση καταφέρνει να διογκώσει περαιτέρω το μεταλυκειακό πλέγμα (με τα κάθε λογής ΙΕΚ), αποσυμπιέζοντας την τάση χιλιάδων νέων για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Πρέπει να σημειώσουμε, επίσης, ότι η πρόταση για το νέο σύστημα εισαγωγής που κατέθεσε το υπουργείο Παιδείας, φαίνεται να αφορά άμεσα και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, προωθώντας τη βαθύτερη κατηγοριοποίηση των σχολών και των πτυχίων, σύμφωνα με τον τρόπο που εισήχθησαν οι φοιτητές σε αυτά (με ή χωρίς εξετάσεις).
Για την πολιτική περίοδο που μιλάμε, το αίτημά μας εξακολουθεί να είναι το “Όχι στις σχολές διετούς φοίτησης”, από κοινού με την εναντίωσή μας σε όλον αυτόν τον εξελισσόμενο κύκλο συγχωνεύσεων-διασπάσεων. Το “Όχι στα διετή” σημαίνει, όμως, ότι με έναν τρόπο παίρνεις θέση στο μοντέλο παιδείας που προωθούν κυβέρνηση-κεφάλαιο-ιμπεριαλιστές. Για να το αποφύγεις, οφείλεις να το συνδυάζεις με τη βάση άρνησής σου που είναι η διάσπαση πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων. Ας μην ξεχνάμε ότι η Μπολόνια και ο καπιταλισμός μπορούν να οριοθετούν το επαγγελματικό πλαίσιο κάθε βαθμίδας πτυχίου, τυπικά. Ομως, επί της ουσίας παραμένει ως όπλο ώστε να χρησιμοποιούνται οι διαβαθμίσεις, όπως το μεροκάματο λόγω ανεργίας. Επιπλέον, όταν έθετες το “Όχι στα ΙΕΚ” ζητούσες δημόσιες τεχνικές σχολές και όχι πληρωμένα ινστιτούτα. Τώρα, μέσω των διετών, η κυβέρνηση διατείνεται ότι κάνει “ανωτατοποίηση” και δημόσια την τεχνική εκπαίδευση και ως εκ τούτου, απαιτείται να καταβληθεί ιδιαίτερη προσπάθεια για να πειστούν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών για ποιο λόγο κρατάμε αυτήν τη στάση. Εκεί αρχίζει και το μπέρδεμα, ποιος π.χ. μηχανικός είναι ανώτερος και ποιος ανώτατος, κι αν πρέπει εσύ να πάρεις θέση στην οριοθέτηση επαγγελματικών δικαιωμάτων.
Οφείλουμε να προβληματιζόμαστε όμως για τη στάση που θα κρατήσουμε αν τα σχέδια του συστήματος εκπληρωθούν και αυτές οι σχολές καθιερωθούν και μαζικοποιηθούν από τμήματα της νεολαίας, βοηθούντων και των θέλγητρων -πιθανώς προσωρινών- της σχετικά εύκολης πρόσβασης (απολυτήριο) και της δωρεάν φοίτησης. Η αντίθεσή μας στα διετή προφανώς δεν θα αναιρεθεί, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες που θα έχουμε απόπειρες ίδρυσης νέων, αλλά ίσως να βρεθούμε στη θέση να οικοδομήσουμε παρέμβαση και να παράξουμε στόχους για τα δικαιώματα αυτών των τμημάτων, που σημειωτέον, θα προέρχονται από τα πιο φτωχά και λαϊκά στρώματα. Είναι γνωστή, άλλωστε, η διαφωνία μας με το αίτημα για “κατάργηση των ΚΕΣ, ΙΕΚ” κ.λπ. δυνάμεων της αριστεράς, όταν αυτά είχαν γίνει μια πραγματικότητα με χιλιάδες σπουδαστές εντός της. Με μια λογική που εκπορεύεται από τα ρεφορμιστικά τους σχέδια για την εκπαίδευση, αυτές οι δυνάμεις δεν “καταλάβαιναν” ότι εισηγούνταν το πέταγμα όλων αυτών των σπουδαστών εκτός κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας.
-Να τονίσουμε ξανά εδώ ότι οι Αγωνιστικές Κινήσεις δεν μπαίνουν στη διαδικασία διαμόρφωσης “μοντέλων εκπαίδευσης”, όπως συνηθίζει να κάνει όλη η υπόλοιπη αριστερά. Τα αιτήματα και οι στόχοι που διατυπώνουμε- άμεσοι, μεσοπρόθεσμοι ή προοπτικοί- δεν έχουν να κάνουν με τη μεταβολή του χαρακτήρα του εκπαιδευτικού μηχανισμού, που έχουμε βαθιά επίγνωση ότι θα παραμείνει αστικός-ταξικός, αλλά με την πάλη για όρους σπουδών-δουλειάς-ζωής της νεολαίας και του λαού. Όταν θέτουμε το δικό μας αίτημα για “ενιαία πτυχία...” οφείλουμε να συνειδητοποιούμε ότι το κάνουμε από την ταξική σκοπιά του στόχου για “Μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους” και πως αυτό απέχει παρασάγγας από το “ένα εναίο πτυχίο ανά γνωστικό αντικείμενο” της κυρίαρχης φοιτητικής αριστεράς, που εντάσσεται στο πλαίσιο μιας προτασεολογίας προς το σύστημα για το πως θα διαρθώσει τη δομή της εκπαίδευσής του. Γεγονός που άλλωστε είδαμε στο πόσο αμήχανα στάθηκε στην πρόσφατη διάσπαση του ΦΠΨ στη Φιλοσοφική Αθήνας (ΕΑΑΚ), αν δεν έτρεξε μέχρι και να την καλωσορίσει (ΚΝΕ), προτείνοντας φυσικά και τις απαραίτητες “διορθώσεις”.
Δεν ονειρευόμαστε κάποια “παιδεία στην υπηρεσία του λαού” στο πλαίσιο της κυριαρχίας του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, ούτε θέλουμε να σχεδιάσουμε τη δικιά μας “Ενιαία Ανώτατη” ή “Τριτοβάθμια”, όταν τα μέσα παραγωγής εξακολουθούν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου. Η μόνη “λαϊκή παιδεία” που μπορούμε να οραματιζόμαστε (γιατί σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί σημερινό επίδικο πάλης), είναι αυτή που θα οικοδομηθεί σε μια χώρα ανεξάρτητη και κοινωνικά απελευθερωμένη, όταν ο λαός και η νεολαία θα βρεθούν στη θέση να διαφεντεύουν οι ίδιοι τις τύχες τους.
-Δεν συγχέουμε, επίσης, το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν τα πτυχία μας με αυτό της “γνώσης”, όπως αποτυπώνεται στα ρεφορμιστικά αιτήματα για τη “γνώση που πρέπει να είναι όλη στο πτυχίο”, για τη “σφαιρική εποπτεία του αντικειμένου” κ.ο.κ. Η κατάτμηση της παρεχόμενης γνώσης μεταξύ των διαφόρων κύκλων είναι σαφώς μια πραγματικότητα, που είναι όμως συνεπαγόμενη όλης αυτής της πολυδιάσπασης των σπουδών που έχει συντελεστεί και εξελίσσεται (για να μείνουμε εκεί και να μην αναφερθούμε στο πως εντάσσεται οργανικά στη λειτουργία του καπιταλισμού) και δεν είναι ο πολιτικός στόχος της επίθεσης του συστήματος, έτσι ώστε να την “υπερασπιστούμε”. Το αστικό πανεπιστήμιο παρέχει στη νεολαία ένα σώμα γνώσεων, ώστε να έχει τη δυνατότητα να την κατανέμει στις αντίστοιχες θέσεις της παραγωγής και της οικονομίας. Όταν αναγνωρίζουμε τον κατανεμητικό του ρόλο, σαφώς και η πολυδιάσπαση της γνώσης και των πτυχίων -για ένα αστικό ΑΕΙ αυτά ταυτίζονται-, είναι βασικός όρος επίτευξής του. Το σύνθημα «η γνώση όλη στο πτυχίο», αν ερμηνεύεται ότι η γνώση που παίρνω καταγράφεται στο πτυχίο και συνεπώς, δεν απαιτούνται άλλες παρακολουθήσεις και σεμινάρια, είναι σωστή κατεύθυνση. Όμως, η ΚΝΕ και άλλες δυνάμεις υπονοούν ότι δεν είναι όλη η σύγχρονη γνώση, ούτε αυτή που οι ίδιες θεωρούν “σωστή” και “απελευθερωτική”, ιδιαίτερα σε θεωρητικές σχολές, δίνοντας έτσι συγκεκριμένο περιεχόμενο στο σύνθημα αυτό, από το οποίο διαχωριζόμαστε.
Εξάλλου, η δυνατότητα εύρεσης εργασίας από την πλευρά της νεολαίας, άπτεται τόσο της ύπαρξης ενός ενιαίου πτυχίου, με βάση το οποίο μπορεί συλλογικά να απαιτήσει από το σύστημα να εκπληρώσει αυτήν του την υποχρέωση, αλλά ακόμα περισσότερο, της κατάστασης που επικρατεί έξω από την εκπαίδευση, όσον αφορά την επίθεση στα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα και τη γενικευμένη ανεργία, καθώς και την παραγωγική αποσυγκρότηση που απορρέει από το γεγονός της εξάρτησης της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι ζήτημα “γνωσιακών εφοδίων”, που είναι ξεκάθαρο πως υπερπλεονάζουν σε μια νέα γενιά που έχει όμως πολύ λιγότερα δικαιώματα από τις προηγούμενες.
Με όπλο την ανάλυσή μας για τον ταξικό χαρακτήρα της γνώσης και της επιστήμης, για την άρρηκτη σύνδεσή τους με τις κυρίαρχες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και την υπαγωγή τους σε αυτές, δεν συμμετέχουμε στην αντιδραστική κουβέντα για την ποσότητα και την ποιότητα των γνώσεων που μας παρέχονται, η οποία πάντα καταλήγει στο να δίνει “αριστερά” άλλοθι στην κατεύθυνση της εντατικοποίησης-πειθάρχησης των φοιτητών, αποκρύβοντας από τα μάτια της νεολαίας την πραγματική φύση αυτού του συστήματος. Τα ίδια ισχύουν και αναφορικά με την έρευνα, που ποτέ δεν πιστέψαμε ότι μπορεί να υπηρετήσει τις λαϊκές ανάγκες στο υπάρχον κοινωνικοοικονομικό καθεστώς. Παρεμπιπτόντως, εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι η όποια ερευνητική δραστηριότητα συντελείται εντός των ανώτατων ιδρυμάτων αποτελεί μια δευτερεύουσα πλευρά της λειτουργίας τους σε σχέση με τον κεντρικό τους ρόλο που επισημάναμε προηγουμένως, πόσο μάλλον σε μια χώρα με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, σε αντίθεση με την ανάλυση περί “επιχειρηματικού πανεπιστημίου”, σύμφωνα με την οποία η εκπαιδευτική διαδικασία έχει υποβιβαστεί και όλο το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί στην παραγωγή γνώσης για τις επιχειρήσεις.
Κοντράρουμε μέχρι τέλους τις αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, χωρίς “ναι μεν αλλά” και “εναλλακτικές” προτάσεις. Ανοίγουμε μέτωπο με τις προόδους, τις αλυσίδες μαθημάτων, τις υποχρεωτικές παρουσίες, τα όρια μαθημάτων, τη διάρκεια εξαμήνου των 13 εβδομάδων, συνολικά με το νέο καθεστώς στο εσωτερικό του πανεπιστημίου, που τείνει να θυμίζει όλο και περισσότερο μια συνέχεια της τρίτης λυκείου. Διεκδικούμε ανθρώπινους ρυθμούς σπουδών.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτό που σημειώναμε και στα “Σημεία Επίκαιρα”: “Αυτό δε σημαίνει ότι η νεολαία θα πρέπει να αρνηθεί να διδάσκεται την αστική γνώση. Ακόμα περισσότερο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ένας συναγωνιστής μπορεί να διαθέτει ένα σώμα απόψεών ικανό να δώσει κόντρα μέσα σε ένα αμφιθέατρο, όπου έρθει σε επαφή με την αστική προπαγάνδα και ακούσει απόψεις που διαστρέφουν την πραγματικότητα. Η κόντρα αυτή είναι ευκαιρία για μια δημόσια παρέμβαση, είναι θεμιτή και αναγκαία, δε γίνεται με σκοπό μια «άλλη παιδεία» ούτε επιχειρεί να «πείσει» τον καθηγητή, αλλά αντίθετα απευθύνεται στο ακροατήριο και στο συμφοιτητή του.”
-Ένα μεγάλο κομμάτι της εξελισσόμενης επέλασης του συστήματος στον χώρο της τριτοβάθμιας αφορά το ανοιχτό μέτωπο των συγχωνεύσεων, που φαίνεται πως προορίζεται να “αγκαλιάσει” το σύνολο των ΤΕΙ της χώρας. Να μην ξεχνάμε, επίσης, πως στον νόμο Γαβρόγλου προβλέπεται πως με ένα προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται, με πρόταση του Υπ. Παιδείας μπορούν να ιδρύονται, συγχωνεύονται, κατατέμνονται, μετονομάζονται και καταργούνται ΑΕΙ και να μεταβάλλεται η έδρα τους.
Από πέρυσι έχει ξεκινήσει εκ νέου (5 χρόνια μετά το σχέδιο “Αθηνά”) μια επιχείρηση αναδιαμόρφωσης του χάρτη των σχολών σε πανελλαδικό επίπεδο. Πρώτος σταθμός αποτέλεσε το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής (με τη συγχώνευση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά), η ίδρυση του οποίου έχει θεσπιστεί κανονικά και μέχρι και σήμερα προχωράνε στην εφαρμογή της. Επόμενοι σταθμοί ήταν το Ιόνιο Πανεπιστήμιο (με τη συνένωσή του με το ΤΕΙ Ιονίων νήσων) και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, που θα απορροφήσει το ΤΕΙ Ηπείρου, νομοσχέδιο το οποίο ψηφίστηκε μέσα στο καλοκαίρι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τελευταίο νομοσχέδιο «Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παλλημνιακό Ταμείο και άλλες διατάξεις». Το ν/σ αυτό αφορά τη κατάργηση των ΤΕΙ Θεσσαλίας (πρώην Λάρισας και Τρικάλων) και Στερεάς Ελλάδας (πρώην Λαμίας και Χαλκίδας) και την απορρόφησή τους από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το ΕΚΠΑ και το ΓΠΑ.
Οι συνέπειες που μπορούμε να δούμε από την προώθηση αυτού του κύματος συγχωνεύσεων-καταργήσεων είναι πολύ απτές και συγκεκριμένες, παρότι δεν μας έχουν φανερωθεί όλες ακόμα στην πλήρη τους μορφή: το σφράγισμα δεκάδων τμημάτων και σχολών, με το μαζικό πέταγμα σπουδαστών στον δρόμο και την αβεβαιότητα, η εξαφάνιση του “σημείου αναφοράς” των ήδη αποφοίτων από τα τμήματα που καταργούνται ή μετατρέπονται, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τα επαγγελματικά τους δικαιώματα, αλλά και συνολικά η συρρίκνωση του χάρτη της τριτοβάθμιας, με αποτέλεσμα, τόσο την ελαχιστοποίηση των επιλογών για έναν υποψήφιο μαθητή που κάνει το μηχανογραφικό του και τη μεσοπρόθεσμη δραστική μείωση των εισακτέων, όσο και το στοίβαγμα φοιτητών και σπουδαστών στις υπάρχουσες υποδομές. Ακόμα, οι αλλαγές στα προγράμματα σπουδών που προχωράνε στα νέα τμήματα, φέρνουν χειροτέρευση των όρων φοίτησης και εντατικοποίηση, κάτι που ήδη έχει αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά στο ΠΔΑ, όπου, μάλιστα, υπάρχει και πολλαπλή κατηγοριοποίηση των σπουδαστών και των πτυχίων τους (με βάση το αν ξεπερνούν τα ν+2 έτη φοίτησης). Αν συνυπολογίσουμε και τα διέτη, μάλιστα, τα επαγγελματικά δικαιώματα όλων των φοιτητών προορίζονται για συμπίεση προς τα κάτω.
Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή εξέλιξη, που προωθείται σε συνδυασμό με τις κινήσεις για την οργάνωση διετών προγραμμάτων σπουδών. Ένα κεντρικό μέτωπο που πρέπει να αναδείξουμε, για την ανατροπή των συγχωνεύσεων-καταργήσεων, παρά τη δυσχέρεια που μας προκαλεί το γεγονός ότι το υπουργείο έχει επιλέξει να προχωρήσει με την τακτική της σταδιακής εφαρμογής του σχεδίου πανελλαδικά, ανοίγοντας κάθε φορά το ζήτημα σε συγκεκριμένα ιδρύματα, μέχρι να τα διαδεχτούν τα επόμενα. Ούτε μπορούμε, επίσης, να μπερδευόμαστε από την ανάδυση των εσωτερικών αντιθέσεων στο πλαίσιο πρυτάνεων, προέδρων και μεγαλοκαθηγητών, με αφορμή τις συγχωνεύσεις, οι οποίες προφανώς αφορούν τη διαμάχη για προνόμια και εκδηλώνονται σε καθαρά συντεχνιακή βάση, παρασέρνοντας είναι η αλήθεια μερικές φορές και τμήματα των σπουδαστών. Εμείς τοποθετούμαστε, άλλωστε, από την άποψη των συμφερόντων της πλατιάς μάζας -μαθητών-φοιτητών-σπουδαστών, τα οποία δέχονται πλήγματα από κοινού, είτε στα “υπό συγχώνευση-κατάργηση-μετατροπή” τμήματα, είτε στις σχολές “υποδοχής” τους, είτε ακόμα και σε αναφορά με τους υποψήφιους για εισαγωγή στην τριτοβάθμια. Και γι' αυτό προβάλλουμε και την ανάγκη να δοθεί κοινή, ενιαία και συντονισμένη απάντηση, κόντρα στον συντεχνιασμό.
Το πρόσχημα που χρησιμοποιούν οι παράγοντες του συστήματος και το υπουργείο είναι αυτό της “πανεπιστημοποίησης” των ΤΕΙ. Σε ένα γνώριμο μοτίβο, από την “ανωτατοποίηση” του 2001, αλλά και κάθε αντιδραστικό μέτρο που υλοποιήθηκε διαχρονικά στον χώρο της εκπαίδευσης, σερβίρεται για ακόμα μια φορά το ιδεολόγημα της “αναβάθμισης”, για να αφοπλίσει το φοιτητικό-σπουδαστικό κίνημα. Εδώ είναι που “τσιμπάει” και η κυρίαρχη φοιτητική αριστερά, αντιμετωπίζοντας τις συγχωνεύσεις περίπου σαν μια “αντικειμενική αναγκαιότητα”, επάνω στην οποία μπορεί να λειτουργήσει “διορθωτικά”, ανοίγοντας τον δρόμο για τις προτάσεις που χρόνια τώρα απευθύνει στο σύστημα για το “πανεπιστήμιο των αναγκών” και την πολυπόθητη “άρση του αναχρονιστικού διαχωρισμού σε ΑΕΙ-ΤΕΙ”-και προοπτικά, γιατί όχι, μέχρι και της διάκρισης πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, αφού όλα είναι δυνατά τελικά στον καπιταλισμό και δεν απαιτείται η ανατροπή του. Με πιο τραγελαφική από όλους την περίπτωση της ΚΝΕ, που έχει φτάσει σε σημείο να είναι ο φανατικότερος υποστηρικτής των σχεδίων της κυβέρνησης, συντονιζόμενη με τα μπλοκ αντικατάληψης ενάντια στον αγώνα των σπουδαστών (ΤΕΙ Αθήνας). Έχουμε χρέος να αποκαλύψουμε τα ιδεολογήματα αυτά και να αντιπαρατεθούμε στο δίπολο “αναβάθμιση-υποβάθμιση” που πλασάρεται από διάφορες πλευρές. Όπως φάνηκε και στην περίπτωση των καταλήψεων στην Αθήνα, είναι όρος και αναγκαίο πολιτικό καύσιμο για να δοθεί ο αγώνας.
Να λάβουμε υπόψη μας, τέλος, πως μπορεί να καλεστούμε να αντιμετωπίσουμε πρωτόγνωρα ζητήματα, αν το κίνημα δεν καταφέρει να ακυρώσει τους σχεδιασμούς κυβέρνησης και υπουργείου. Πως στεκόμαστε συνδικαλιστικά, για παράδειγμα, στην πραγματικότητα των νέων σχολών, πως αγωνιζόμαστε για την κατοχύρωση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων, τι γίνεται με τους συλλόγους σε νέα τμήματα που προκύπτουν σαν αποτέλεσμα συγχώνευσης κ.α.
-H έκδοση του περιβόητου “πορίσματος Παρασκευόπουλου” στην αρχή της χρονιάς έθεσε εκ νέου και με αναβαθμισμένο τρόπο το ζήτημα της κατάργησης του Ασύλου στο επίκεντρο της γενικής επίθεσης. Το πόρισμα εκδόθηκε κατά παραγγελία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και με την άμεση ή έμμεση συμμετοχή σωρείας θεσμικών παραγόντων, από τον Γαβρόγλου και διάφορους πρυτάνεις έως και την αστυνομία. Γεγονός ενδεικτικό για το βάθος του χτυπήματος που δρομολογείται.
Ευθύς εξαρχής στο πόρισμα υπογραμμίζεται ότι σκοπός του είναι “η ορθή εφαρμογή των διατάξεων του νόμου Γαβρόγλου που αφορούν το άσυλο”. Αξίζει να θυμηθούμε ότι αυτές θεσμοθετούν ένα “άσυλο” καθαρά ακαδημαϊκό, ένα “άσυλο διακίνησης ιδεών και γνώσης”, “έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει” (βλ. φοιτητικοί αγώνες). Για την “υπεράσπιση του ακαδημαϊκού ασύλου” προβλέπουν δε την αυτεπάγγελτη επέμβαση της αστυνομίας σε περιπτώσεις κακουργημάτων, καθώς και την επέμβαση για οποιονδήποτε λόγο ύστερα από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, οι συντάκτες του πορίσματος προκρίνουν και το αίτημα για ένα περιβάλλον “μειωμένης σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία εγκληματικότητας”, που θα υπηρετεί την “ακαδημαϊκή λειτουργία”. Και ίσως πιο ξετσίπωτα από ποτέ δίνουν ξεκάθαρο δείγμα γραφής για το ποια εγκληματικότητα τους χαλάει τη σούπα. Το μεγαλύτερο δηλαδή μέρος της έκθεσης ασχολείται ξεκάθαρα με “κινηματικά” εγκλήματα, ενώ για τα ναρκωτικά, στη βάση των οποίων έχει στηθεί και όλη η προπαγάνδα για το “άσυλο ανομίας”, έχει να προτείνει τη νομιμοποίησή τους. Κεντρική θέση κατέχει επίσης το ζήτημα του καθεστώτος φύλαξης, θέτοντας ξανά την ανάγκη ύπαρξης security στις σχολές. Με έναν φωτογραφικό τρόπο, οι παραστάσεις διαμαρτυρίας, οι καταλήψεις, τα στέκια και οι πολιτικές-πολιτιστικές εκδηλώσεις κρίνονται ως παραβατικές ενέργειες που εμποδίζουν την ομαλή ακαδημαϊκή λειτουργία, που μπορεί να χρειάζονται κάπου-κάπου και τον έλεγχο του ΣΔΟΕ! Για την αντιμετώπισή τους οι συντάκτες του πορίσματος, αφού προβάλουν τα διακοσμητικά περί δημιουργίας εργαλείων διαπραγμάτευσης, παραχώρησης χώρων αναψυχής στους φοιτητές από την κοσμητεία, αξιοποίησης του θεσμού της συνδιοίκησης κλπ., τονίζουν ότι φυσικά μπορούν οι εκάστοτε αρμόδιοι να αξιοποιήσουν την υπάρχουσα νομοθεσία, δηλαδή τον βούρδουλα της αστυνομίας.
Είμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια περίοδο κατά την οποία, με την εφαρμογή του νόμου-πλαίσιο και του νόμου Γαβρόγλου, δρομολογείται χοντρό χτύπημα στις δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες. Χτύπημα το οποίο σε μεγάλο βαθμό θα αναλάβει να φέρει εις πέρας το καθηγητικό κατεστημένο, όπως δείχνουν τόσο οι προτάσεις του πορίσματος, όσο και οι ήδη υπάρχουσες κινήσεις (πχ. κλειδώματα σχολών και διορισμός εισαγγελέα από τους καθηγητές στο ΑΠΘ). Παράλληλα με αυτά, η κριτική και οι προτάσεις της ΔΑΠ, υποκινούμενες φυσικά και από μια αντιπολιτευτική τακτική της ΝΔ, έρχονται κατά βάση να σπρώξουν τις εξελίξεις σε ακόμα αντιδραστικότερη κατεύθυνση.
Οφείλουμε λοιπόν να αναδείξουμε σαν επιτακτικό καθήκον την απόσυρση του κατάπτυστου πορίσματος, στην κατεύθυνση συνολικής πάλης ενάντια στο αντιδραστικό νομικό οπλοστάσιο του συστήματος. Υπερασπιζόμαστε το λαϊκό Άσυλο οργάνωσης των αγώνων της νεολαίας και του λαού. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό είναι κάτι που περνάει καταρχήν μέσα από την παρέμβασή μας ενάντια στις διάφορες πτυχές της επίθεσης, την ανάδειξη μέσω αυτών της αναγκαιότητας του αγώνα, και ως συνέπεια αυτής του συμφέροντός μας να υπάρχουν το Άσυλο και οι σύλλογοι. Δεν κάνουμε προτάσεις για τη “φύλαξη” που εμείς φανταζόμαστε. Διεκδικούμε “ελεύθερη πολιτική-συνδικαλιστική-πολιτιστική έκφραση” μέσα στις σχολές, συνδέοντας το με την πάλη ενάντια στη φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής.
-Εχουμε από καιρό επισημάνει, επιπλέον, την ανάγκη να οξύνουμε την αντισυνδιοικητική αιχμή του πολιτικού μας λόγου. Από κινήσεις που γίνονται σε διάφορα ιδρύματα και σχολές κατά τόπους, καθίσταται φανερό ότι επιχειρείται η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αναφορικά με τη μετεξέλιξη της συνδιοίκησης. Πολλές φορές, μάλιστα, αυτό γίνεται με δυνάμεις της αριστεράς να πρωτοστατούν και να σπεύδουν να καταλάβουν θέσεις. Αντισυνδιοικητικές κορώνες της προηγούμενης χρονιάς αποσύρονται με εκπληκτική ταχύτητα, ενώ στις περιπτώσεις που παραμένουν, είναι σαφές ότι αφορούν το ότι κάποιες δυνάμεις αισθάνονται “ριγμένες” από τη μοιρασιά και τα ποσοστά εκπροσώπησης.
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να χτυπήσουμε το ιδεολόγημα της “πανεπιστημιακής κοινότητας”, της ανύπαρκτης αυτής κοινότητας συμφερόντων εντός των πανεπιστημίων. Να σηκώσουμε την αντιπαράθεση και να καλέσουμε μαζικά σε αποχή από κάθε συνδιοικητική κάλπη και όργανο, με όποιους όρους και αν πάνε αυτά να στηθούν. Η κυβέρνηση και οι διοικήσεις γνωρίζουν ότι ο εγκλωβισμός του φοιτητικού κινήματος σε θεσμικά μονοπάτια συνυπευθυνότητας, θα εντείνει περαιτέρω την κατάσταση αποσυγκρότησης, γι' αυτό και θα αξιοποιήσουν κάθε δυνατότητα που τους δίνεται για την προώθηση του μέτρου- στον βαθμό που δεν θίγονται επιμέρους ιδιοτελή τους συμφέροντα. Η άποψή μας για την ανεξαρτησία του φοιτητικού κινήματος από το κράτος και τους μηχανισμούς του, δεν μπορεί παρά να είναι συστατικό στοιχείο της ανασυγκρότησής του.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός, επίσης, ότι σε επίπεδο διοικητικής δομής θα συναντήσουμε απέναντί μας τα νέα Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας (Περιφερειακά Συμβούλια), σύμφωνα και με τις διατάξεις του νόμου. Κατήργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, τα Συμβούλια Ιδρύματος του νόμου Διαμαντοπούλου, όχι μόνο για να ανακατανείμει αρμοδιότητες σε Σύγκλητο και Πρυτανικό, αλλά για να φέρει και τη νέα κάθετη και σφιχτή δομή των Περιφερειακών Συμβουλίων , τα οποία σε συνεργασία με την ΑΔΙΠ, θα παίξουν τον ρόλο ισχυρών εργαλείων για την προώθηση της επίθεσης. Όπως και στην προηγούμενη φάση, όταν εναντιωνόμαστε στη συγκρότησή τους, δεν το κάνουμε για να υπερασπιστούμε το παλιό συνδιοικητικό καθεστώς και το “δημοκρατικό πανεπιστήμιο”, αλλά γιατί αναγνωρίζουμε ότι θα επιφέρουν σκλήρυνση της διοικητικής διάρθρωσης των ιδρυμάτων, που θα στραφεί ενάντια στα φοιτητικά δικαιώματα και τους αγώνες.
-Ο πολιτικός στόχος που συνολικοποιεί την πάλη μας σε όλα τα προαναφερθέντα μέτωπα, δεν μπορεί να είναι άλλος από την “ανατροπή του νόμου-πλαίσιο και του νόμου Γαβρόγλου”. Στόχος που συνενώνει τις επιμέρους εστίες αντίστασης και διεκδίκησης που θα ξεσπούν, τις αναβαθμίζει πολιτικά, οδηγώντας τις στην κατεύθυνση της κεντρικής αντιπαράθεσης με το υπουργείο, την κυβέρνηση και τις δυνάμεις του συστήματος. Αποκτά, μάλιστα, εξαιρετική σημασία, όταν βλέπουμε να δυναμώνουν οι τάσεις “ρεαλισμού” από διάφορες πλευρές και προσαρμογής στα όρια που αυτοί οι νόμοι θέτουν. Οι κατευθύνσεις μας για “Δημόσια και Δωρεάν παιδεία για όλο τον λαό”, “Σπουδές-Δουλειά-Ελευθερίες”, “Ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ενάντια στους ταξικούς φραγμούς” δίνουν την ταξική σκοπιά από την οποία εμείς συμμετέχουμε στην πάλη, τον ορίζοντά της και αποτελούν στοιχεία πολιτικοποίησης των αγώνων στον βαθμό που κατακτώνται από τη νεολαία.
-Παρά το καλλιεργούμενο αφήγημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για το “τέλος των μνημονίων”, είναι σαφές ότι η αντιλαϊκή-αντεργατική επίθεση θα βαθύνει και θα κλιμακωθεί. Ο χαρακτήρας που της έχουν προσδώσει, άλλωστε, οι δυνάμεις του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα είναι στρατηγικός, στοχεύοντας στην πλήρη καθυπόταξη της εργατικής τάξης και τη διάλυση κάθε όρου συγκρότησής της. Σε σύνδεση με αυτό, η ιμπεριαλιστική λεηλασία είναι μια διαρκής πραγματικότητα σε μια χώρα σαν τη δίκη μας, πόσο μάλλον σε μια περίοδο που η εξάρτησή της βαθαίνει. Η διαμάχη για σφαίρες επιρροής και οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστών έχουν αγγίξει παροξυσμικά επίπεδα, γεγονός που στη σύζευξή του με την οικονομική κρίση, παράγει τον συνολικό και αξεπέραστο χαρακτήρα της κρίσης του συστήματος. Κανένα “φως στο τούνελ” δεν διαφαίνεται λοιπόν. Μόνο φτώχεια, πόλεμοι, ανεργία και γενικευμένη δυστυχία προβλέπονται για τους λαούς, όσο αυτοί με την πάλη τους δεν κάνουν βήματα στην τροποποίηση των εξαιρετικά δυσμενών συσχετισμών και τη συγκρότηση των δυνάμεών τους.
Το σύνθημά μας για τη νεολαία που πρέπει να αγωνιστεί “στο πλευρό του λαού και της εργατικής τάξης” αποκτά κρίσιμο χαρακτήρα. Δεδομένου ότι η πλειοψηφία των φοιτητών-σπουδαστών βιώνει στο πετσί της τα οξυμένα λαϊκά προβλήματα, διαρκώς πρέπει να θέτουμε την ανάγκη η νέα γενιά να βγει στο προσκήνιο των ευρύτερων εργατικών-λαϊκών αγώνων, όπως και να πολεμάμε το κλίμα απογοήτευσης και την ανεμπιστοσύνη στη μαζική πάλη που επηρεάζει το σύνολο του κόσμου της δουλειάς, διαχεόμενο και στο εσωτερικό των σχολών. Η επίθεση στον χώρο της εκπαίδευσης, εξάλλου, είναι τμήμα της γενικευμένης επίθεσης στην εργατική τάξη και τον λαό, γι΄αυτό και η σπουδάζουσα νεολαία έχει καθήκον να αποτελέσει ζωτικό κομμάτι ενός πλατιού Μετώπου Αντίστασης και Διεκδίκησης που θα την ανατρέψει.
-Τα μέτωπα της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης στην ευρύτερη περιοχή μας (Βαλκάνια, Μ. Ανατολή, Αν. Μεσόγειος) φουντώνουν και οι κίνδυνοι που συσσωρεύονται για τους λαούς είναι τεράστιοι. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ακολουθώντας τα χνάρια των προηγούμενων, αλλά και σημειώνοντας την πιο καραμπινάτη φιλοαμερικάνικη στροφή στην εγχώρια πολιτική εδώ και χρόνια, προσδένει βαθιά τη χώρα μας στα φιλοπόλεμα σχέδια των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ. Σαν Αγωνιστικές Κινήσεις, έχοντας περάσει από το στάδιο της περσινής αντιιμπεριαλιστικής καμπάνιας, της ανάδειξης του ζητήματος της καταδίκης της επέμβασης των Δυτικών στη Συρία, αλλά και της προπαγάνδισης και της συγκρότησης πρωτοβουλιών για τη ΔΕΘ, έχουμε διανύσει σημαντικά βήματα στη συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού άξονα της πάλης μας, που όλο και περισσότερο οι καιροί απαιτούν να βάζουμε μπροστά.
Δεν πρέπει να αφήνουμε εκτός υπολογισμού, εξάλλου, και την εκπαιδευτική του διάσταση, “εσωτερική” και “εξωτερική”: Όσον αφορά την πρώτη, η κρίση της αστικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα σφραγίζεται από την ολόπλευρη εξάρτηση της χώρας σε Αμερικάνους και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, με την έννοια ότι τα αδιέξοδα κατανομής του νεολαιίστικου δυναμικού πηγάζουν κυρίαρχα από την αποβιομηχάνιση και την παραρτημοποίηση της εγχώριας οικονομίας, τη συρρίκνωση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα και τον προσανατολισμό στις υπηρεσίες και τον τουρισμό. Η “εξωτερική” έχει να κάνει προφανώς με τη γενική κατεύθυνση της αντιδραστικής μονοπωλιακής αναπροσαρμογής, που έχει καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις συνόδους σε Μπολόνια-Πράγα-Βερολίνο, τις εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ, καθώς και από τα συμπληρωματικά μνημόνια συνεννόησης των ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ.
Για τη δουλειά μας στις σχολές
Όλο το τελευταίο διάστημα, έχουμε αναμφίβολα κατακτήσει με αναβαθμισμένο τρόπο μια διακριτή φυσιογνωμία και αξιόλογη παρουσία σε πανελλαδικό επίπεδο. Οι Αγωνιστικές Κινήσεις σήμερα αποτελούνται από ένα σημαντικό και διόλου ευκαταφρόνητο δυναμικό αγωνιστών, με παρέμβαση σε δεκάδες σχολές και ικανότητα να ανοίγουν ζητήματα και να παλεύουν την άποψή τους ενάντια σε κάθε είδους δυσκολίες, εχθρούς και “φίλους”. Και όλα αυτά υπό το πρίσμα μιας αντιιμπεριαλιστικής-αντικαπιταλιστικής-αντισυνδιαχειριστικής κατεύθυνσης, επιχειρώντας να καλύψουν ένα πραγματικό και τεράστιο κενό μιας αγωνιστικής κοσμοαντίληψης στους κόλπους της σπουδάζουσας νεολαίας.
Δεν είναι αμελητέα τα όσα έχουμε καταφέρει και οι μάχες που δίνουμε σε καθημερινή βάση, σε συνθήκες, μάλιστα, που η ηττοπάθεια και η παραίτηση τσακίζουν κόκαλα, η κινηματική αδράνεια διαρκεί χρόνια και ένα ολόκληρο δυναμικό παροπλίζεται και αποστρατεύεται, χάνοντας την πίστη του στον συλλογικό δρόμο και τη δυνατότητα των αγώνων να κατακτούν νίκες.
Αν επιθυμούμε, όμως, να φτάσουμε στο επίπεδο μιας πολιτικής-συνδικαλιστικής αριστερής δύναμης με πραγματική συμβολή στην ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος, έχουμε χρέος να αντιμετωπίσουμε και προβλήματα που προκύπτουν στην παρέμβαση και τη συγκρότησή μας. Να κάνουμε βήματα, ώστε να μην έχουμε ασυνέχειες και υποχωρήσεις στη μαχητική μας παρουσία στις σχολές, κατακτώντας μια ανώτερη σταθερότητα και συνέπεια, καθώς και αντανακλαστικά που να μας επιτρέπουν να αναδεικνύουμε κάθε ζήτημα, ειδικό και γενικότερο, τη στιγμή που εμφανίζεται, με τις απαραίτητες ιεραρχήσεις και το αντίστοιχο υλικό.
Θέλουμε να δυναμώσουμε την άποψή μας και να αποκτήσουμε αναβαθμισμένο λόγο και ρόλο στους συλλόγους, γιατί θεωρούμε ότι είναι αναγκαία για να συγκροτηθούν σε αγωνιστική κατεύθυνση. Γι΄αυτό και, μεταξύ άλλων, πρέπει να παλέψουμε για τη μαζικοποίηση των σχημάτων μας, την ανανέωσή τους με νέους αγωνιστές, την πλατύτητα και την ουσιαστικοποίηση της πολιτικής λειτουργίας τους, καθώς και τη διεύρυνση της παρουσίας μας σε σχολές και συλλόγους που δεν έχουμε παρουσία.
Οφείλουμε να παλεύουμε διαρκώς για τη διακριτότητα του στίγματός μας, ανεξαρτήτως της τακτικής που ακολουθούμε στην εκάστοτε φάση και του αν επιλέγουμε να κινηθούμε αυτοδύναμα ή με το εργαλείο της κοινής δράσης. Πρωταρχικό μας μέλημα είναι σε κάθε περίπτωση να ευνοείται η πάλη της νεολαίας σε σωστή κατεύθυνση, να κερδίζει πόντους η λογική και πρακτική του παρατεταμένου και ασυμβίβαστου αγώνα, της αναμέτρησης με το σύστημα, ενάντια στη διαπραγμάτευση και τη συνδιαλλαγή.
Η χρεωκοπία της κυρίαρχης φοιτητικής αριστεράς και του “εικονικού συνδικαλισμού”, εξάλλου, είναι ολόπλευρη και φανερή στα μάτια του κόσμου, αλλά μέχρι στιγμής τροφοδοτεί το πρόβλημα και διευρύνει τα φαινόμενα παραίτησης, απαιτώντας από εμάς τις απαραίτητες κινήσεις ιδεολογικού-πολιτικού διεμβολισμού. Χωρίς να εφησυχάζουμε και να παρασυρόμαστε από την αδράνεια, μιας και “τίποτα δεν κινείται έτσι κι αλλιώς”.
Η βαθύτερη κατανόηση της αντίληψής μας και η ικανότητα αφομοίωσης της γραμμής είναι ουσιαστικά ζητήματα, έτσι ώστε να μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στα σύνθετα καθήκοντα που βρίσκονται μπροστά μας. Προφανώς και σε κάθε φάση προκρίνουμε ορισμένα ζητήματα και στόχους πάλης στον φοιτητόκοσμο, που μπορούν να τον συνεγείρουν και να τον συσπειρώσουν, αλλά ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ταυτόχρονα απευθυνόμαστε σε αυτόν με το σύνολο του πολιτικού μας λόγου, κάτι ακόμα περισσότερο αναγκαίο στη σημερινή περίοδο που η νεολαία απαιτεί αναβαθμισμένες απαντήσεις και μας θέτει δύσκολα ερωτήματα. Επιπρόσθετα, μπορούμε να πετύχουμε αισθητές βελτιώσεις στο στυλ δουλειάς μας, την πλατύτητα των συνθημάτων μας και της γενικότερης απεύθυνσης μας, έτσι ώστε να ακουμπάμε πραγματικά τις μάζες της νεολαίας που συναντάμε.
Έχουμε βαθιά επίγνωση ότι η ανασυγκρότηση του κινήματος δεν είναι υπόθεση της “μιας ζαριάς”. Θα χρειαστεί από την πλευρά μας υπομονετική ζύμωση και πλατιά δουλειά σε σταθερή βάση, ανάδειξη αιχμών και ζητημάτων που κινητοποιούν, καθώς και συστηματική στενή πολιτική-οργανωτική δουλειά, έτσι ώστε να ισχυροποιηθεί η προσπάθειά μας. Βήματα συγκρότησης είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε σε όλα αυτά τα πεδία. Με σταθερά μας την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του λαού και της νεολαίας, να έχουμε την αυτοπεποίθηση της άποψής μας και της δυνατότητάς της να παλεύεται και να πετυχαίνει αποτελέσματα.