Αν είχαμε ένα ευρώ για κάθε φορά που σαλπίζεται η «αντεπίθεση» από δυνάμεις του κινήματος, δε θα χρειαζόταν να ξαναζητήσουμε το καθιερωμένο 1,50€ για το «Έναυσμα». Πέρα από αστεία, οι σωστές εκτιμήσεις σχετικά με τη φάση του κινήματος είναι προϋπόθεση ώστε να πατάμε σταθερά στα πόδια μας. Η συζήτηση σχετικά με τα αίτια αυτής της κατάστασης αποσυγκρότησης και η αντιπαράθεση απόψεων ανοιχτά μέσα στο λαό είναι βασικός όρος για την ανασυγκρότηση του κινήματος, τους νικηφόρους αγώνες και την προοπτική μιας άλλης κοινωνίας.

Σύμφωνα με τους θιασώτες της «αντεπίθεσης», η υπεράσπιση των σημερινών λαϊκών κατακτήσεων είναι «λίγη». Χρειάζονται «επιθετικά» αιτήματα, που να απαντούν «στις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες», που να «θέτουν πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση». Η διατύπωση αυτών των διεκδικήσεων, παρουσιάζεται άλλοτε ως όρος για το ξεκίνημα ενός αγώνα και άλλοτε για τη συνέχισή/κλιμάκωσή του. Ας τις δούμε πιο συγκεκριμένα.

Εργασιακά – νόμος Χατζηδάκη

Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη επικάθεται σε μια δεκαετία μνημονίων και χτυπάει κατακτήσεις ενός ολόκληρου αιώνα. Καταργεί το 8ωρο, θεσμοθετεί απλήρωτες υπερωρίες, αντικαθιστά τις Συλλογικές Συμβάσεις με την ατομική διευθέτηση, επεκτείνει την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας σε πολλούς κλάδους, ποινικοποιεί τον ταξικό, ανεξάρτητο από το κράτος και την εργοδοσία, συνδικαλισμό. Θα έλεγε κανείς ότι η υπεράσπιση των παραπάνω δικαιωμάτων από την πλευρά του κινήματος είναι υπερ-αρκετή ως βάση για το ξέσπασμα απεργιών και διαδηλώσεων. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψιν τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, σύμφωνα με τον οποίο δε φαίνονται καθόλου δεδομένα τα παραπάνω δικαιώματα στη συνείδηση της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Οι εργαζόμενοι και οι φοιτητές δυσκολεύονται να κινητοποιηθούν για την υπεράσπιση του 8ώρου, όχι επειδή το θεωρούν «αμυντικό» αίτημα, αλλά επειδή απογοητεύονται από την κατάσταση στην αγορά εργασίας και στο κίνημα. Εκεί επικρατούν τα 10ωρα και 12ωρα, οι απλήρωτες υπερωρίες και οι ελαστικές σχέσεις εργασίας. Η επίθεση του συστήματος έχει πιάσει τόπο και σε ιδεολογικό, αλλά και σε πρακτικό επίπεδο. Τα περισσότερα σωματεία είναι νεκρά από την αρχή της πανδημίας, έχουν ήδη περάσει τεράστιες αλλαγές στα εργασιακά (έκτακτες ΠΝΠ, αναστολές, απολύσεις, τηλεργασία, πρόγραμμα «συν-εργασία», μειώσεις μισθών, νόμος Βρούτση) και όλα αυτά χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Μέσα σε ένα χρόνο καραντίνας έγιναν μόνο 3 πανεργατικές απεργίες, εκ των οποίων οι δύο ήταν πρωτομαγιάτικες. Ακόμα και τα υποτιθέμενα ταξικά σωματεία που ελέγχονται από το ΠΑΜΕ επί έναν ολόκληρο χρόνο αναλώθηκαν σε συμβολικές κινητοποιήσεις, βερμπαλισμούς, επιστολές στην εργοδοσία ή το υπουργείο και τίποτα παραπάνω! Οι συνθήκες αποσυγκρότησης (ή και ανυπαρξίας, σε αρκετές περιπτώσεις) των σωματείων επικρατούν από πολύ πριν την πανδημία.

Με βάση τα παραπάνω, η κατεύθυνση αντίστασης στην επίθεση δεν είναι λίγη, αλλά «πολλή». Είναι πολύ παραπάνω από τις διαθέσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς. Όμως, πρόσφατα έχουν ξανακάνει την εμφάνισή τους τα αιτήματα για «5ήμερο – 7ωρο» (ΚΚΕ) και «5ημερο – 6ωρο» (ΝΑΡ) ως πολιτικές αιχμές. Έχουν υπολογίσει κιόλας ότι ο κοινωνικά απαραίτητος χρόνος είναι  αυτές οι ώρες, σύμφωνα με εκθέσεις διάφορων αστικών οργανισμών. Είναι τόσο υπολογισμένα, όσο η πάλαι ποτέ πρόταση νόμου του ΚΚΕ για βασικό μισθό 1400 ευρώ, η οποία μέσα σε λίγους μήνες μνημονίων έπεσε στα 751. Στη συζήτηση φτάνει να επιστρατεύεται ως επιχείρημα μέχρι και η ΕΣΣΔ της δεκαετίας του 1930, στην οποία είχε καθιερωθεί το 7ωρο (6ωρο για τις βαρειές δουλειές) και άνοιγε η συζήτηση για περαιτέρω μείωση του χρόνου εργασίας. «Αφού, λοιπόν, οι παραγωγικές δυνάμεις είναι τόσο αναπτυγμένες σήμερα, γιατί να μη δουλεύουμε λιγότερο;», είναι η αντίληψη των παραπάνω δυνάμεων.

Η θεωρία της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (ΕΤΕ) βρίσκεται στον πυρήνα τέτοιων αντιλήψεων. Σύμφωνα με αυτή, η επιστήμη γίνεται άμεση παραγωγική δύναμη και αυτή καθορίζει τη διάρθρωση της παραγωγής (κι όχι το κεφάλαιο και οι παραγωγικές σχέσεις). Η θεωρία της ΕΤΕ υπόσχεται την ικανοποίηση των αναγκών της ανθρωπότητας, αρκεί η επιστήμη και η τεχνική να αναπτυχθούν ακόμα περισσότερο και να σπάσουν το περίβλημα των καπιταλιστικών σχέσεων. Η ταξική πάλη πάει περίπατο, ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει σοσιαλισμός χωρίς επαναστάσεις, η οικονομική-επιστημονική συνεργασία απλώνεται παγκοσμίως και ο σοσιαλισμός φτάνει στην κατάργηση της ανθρώπινης εκμετάλλευσης χωρίς Πολιτιστικές Επαναστάσεις και άλλα τέτοια!

Μάλιστα, η άποψη του ΝΑΡ πάει και παρακάτω. Το αίτημα για 6ωρο δεν αφορά απλά την ισορροπία ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο. Είναι υπόλειμμα των θεωρήσεων περί «αντίστροφης ιεράρχησης», κατά την οποία η εργατική τάξη πρέπει να διεκδικεί σήμερα όχι μόνο άμεσα ζητήματα, αλλά και στρατηγικά (π.χ. εργατικός έλεγχος). Και όλα αυτά χωρίς επαναστάσεις, αλλά με την εργατική τάξη σταδιακά να παίρνει την ηγεμονία της κοινωνίας, να μπαίνει στη διαδικασία «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» και «δυαδικών εξουσιών». Καραμπινάτος ρεφορμισμός.

Η προσγείωση στην πραγματικότητα τους έπεσε λίγο βαριά. Φάνηκε σύντομα ότι τα παραπάνω αιτήματα είναι πολύ απογειωμένα από τη σημερινή κατάσταση των εργαζομένων. Όχι από άποψη παραγωγικών δυνατοτήτων, αλλά από άποψη ιδεολογικής-πολιτικής-συνδικαλιστικής-οργανωτικής συγκρότησης. Εξάλλου, τόσο πολύ πιστεύει το ΚΚΕ στη διεκδίκηση του 7ώρου που ισχυρίζεται ότι δεν μπορούν να γίνουν δύο απεργίες με χρονική απόσταση μίας βδομάδας, συναινώντας στην αναβολή της απεργίας της 3/6! Λογικά το 7ωρο θα θεσμοθετηθεί όχι από το εργατικό κίνημα, αλλά από την πρόταση νόμου του ΠΑΜΕ! Αντίστοιχα, αφού το ΝΑΡ πιστεύει ότι μπορεί να τεθεί ζήτημα 6ώρου, γιατί δε θέτει ανάλογο αίτημα για αύξηση του βασικού μισθού κατ’ αναλογία των 1.450€ που διεκδικούσε κάποτε; Μήπως μπορεί το κίνημα να διεκδικήσει μείωση του εργάσιμου χρόνου, αλλά όχι αύξηση μισθών; Αστειότητες. Απλά οι συγκεκριμένες δυνάμεις πλειοδοτούν σε αιτηματολογία και βερμπαλισμούς, για να μην κάνουν τις σημερινές απαραίτητες ενέργειες για να μην περάσει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Πρόκειται για μια «αριστερή» παρέκκλιση, για να κρύψουν τη δεξιά στροφή τους.

Ο χρόνος εργασίας είναι ζήτημα ταξικής πάλης. Η ΕΣΣΔ μπόρεσε να εφαρμόσει το 7ωρο όχι γιατί είχε κάποια υπεραναπτυγμένη βιομηχανία, αλλά επειδή είχε εργατική εξουσία. Και παρ’ ότι αναπτύχθηκαν κατά πολύ οι παραγωγικές δυνάμεις τις επόμενες δεκαετίες, δεν αναπτύχθηκαν αντίστοιχα και οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ίσα ίσα, έγινε το αντίθετο. Το 8ωρο στον καπιταλισμό κατακτήθηκε με αγώνες και πολύ αίμα. Ήταν ένα ξένο σώμα για το σύστημα, μια αναγκαία υποχώρηση λόγω του εργατικού κινήματος και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου που κάλυπτε το 1/3 της Γης. Σήμερα, ο καπιταλισμός νιώθει ότι παίζει χωρίς αντίπαλο και παίρνει αυτή την ιστορική ρεβάνς. Με λίγα λόγια, οι απαντήσεις για το κίνημα δε βρίσκονται στα βιβλία μηχανικής και ρομποτικής, αλλά στους ταξικούς αγώνες.

Το 8ωρο δεν είναι απλά ένας αριθμός. Για πάνω από έναν αιώνα ήταν η διεθνώς αναγνωρισμένη εργάσιμη μέρα. Αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό των μισθών, των υπερωριών και της υπερεργασίας. Αποτελεί στοιχείο συνένωσης των εργαζομένων και η υπεράσπισή του αναδεικνύεται σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα που δεν ξεπερνιέται εύκολα.

Φοιτητικά – νόμος Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη (ν. 4777)

Αντίστοιχη συζήτηση για τα αιτήματα και τις αιχμές άνοιξε το προηγούμενο διάστημα στους κόλπους του φοιτητικού κινήματος. Με την εξής διαφορά: πρόκειται για μια συζήτηση που έγινε όχι μόνο στην αρχή των διαδηλώσεων, αλλά και μετά από ολόκληρους μήνες κίνησης και με κύριο πολιτικό πεδίο αναφοράς τη Θεσσαλονίκη, όπου το κίνημα είχε τη μεγαλύτερη μαζικότητα, συνέπεια και πολιτικοποίηση. Σε σύνδεση με την παραπάνω ενότητα, παρατηρούμε το εξής κομβικό: Οι χιλιάδες φοιτητές βγήκαν στο δρόμο επί μήνες για να μην περάσει ο νόμος 4777. Οξύνθηκε η πολιτική αντιπαράθεση από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των ΜΑΤ στο άσυλο και την υπεράσπισή του από τους Συλλόγους. Όχι επειδή ξαφνικά πείστηκαν οι φοιτητές από κάποια επιμέρους «επιθετικά» αιτήματα. Σίγουρα όχι επειδή πείστηκαν από τα μοντέλα εκπαίδευσης των ΕΑΑΚ και της ΚΝΕ.

Η ρεφορμιστική αριστερά έψαξε και πάλι την αφορμή για να διαφύγει από το βασικό διακύβευμα, δηλαδή την ανατροπή του νόμου. Και με τη σειρά να διαφύγει από τα καθήκοντα που αυτή η πολιτική κατεύθυνση παρήγαγε: συνελεύσεις, διαδηλώσεις, καταλήψεις σε εβδομαδιαία βάση, ένταξη περισσότερων φοιτητών στο κίνημα, κινητοποίηση μαθητών, εκπαιδευτικών και ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, απόκρουση της καταστολής και υπεράσπιση του ασύλου κλπ.

Η ΚΝΕ είχε φροντίσει από την πρώτη μέρα να ξεφύγει από την κατεύθυνση ανατροπής του νόμου. Πριν καλά καλά ψηφιστεί, μας είπε ότι «θα μείνει στα χαρτιά», ενώ ο Κουτσούμπας δήλωνε στη Βουλή ότι «θα τον καταργήσει η κοινή λογική». Αφενός, το συνέδριο του ΚΚΕ τον αναγνωρίζει ως «στρατηγική στόχευση» του συστήματος, αφετέρου, χρησιμοποιεί αυτή την παραδοχή για να μεταθέσει την ανατροπή του στο σοσιαλισμό. Φαίνεται ότι σύμφωνα με το ΚΚΕ οι στρατηγικές στοχεύσεις της άρχουσας τάξης που αφορούν στην ταξική υποταγή και τον αποκλεισμό των παιδιών του φτωχού λαού από την εκπαίδευση δεν μπορούν να αποτελούν αιχμές αντίστασης και πάλης στο σήμερα (!). Φαίνεται πως μόνον ο αναπροσανατολισμός της έρευνας και της γνώσης στην υπηρεσία του λαού, δηλαδή η αλλαγή της φύσης του καπιταλιστικού εποικοδομήματος, μπορεί να τίθεται σήμερα ως στόχος από το αγωνιζόμενο φοιτητικό κίνημα. Ναι, πρόκειται για φοβερές αντιφάσεις και ασύλληπτο οπορτουνισμό. Έτσι, άρχισαν τα μονοθεματικά αιτήματα για άνοιγμα των σχολών «με 30 εκατομμύρια ώστε να γίνουμε φοιτητές ξανά». Δε μας απάντησαν όμως: Τι να τα κάνουμε τα 30 εκατομμύρια όταν δεκάδες χιλιάδες νέοι θα πετιούνται κάθε χρόνο εκτός πανεπιστημίου λόγω διαγραφών και Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής; Μπορούν να συγκριθούν ως προς την πολιτική τους σημασία το προσωρινό κλείσιμο των σχολών και ένας νόμος που υλοποιεί επιδιώξεις που είχε το σύστημα επί δεκαετίες; Πώς μπορεί να τεθεί ζήτημα «αναβάθμισης σπουδών», ξεκόβοντας την εκπαίδευση από την παραγωγή και την εξουσία που αυτή υπηρετεί; Η ΚΝΕ έθεσε αυτή την κατεύθυνση ώστε να φανεί ξανά «υπεύθυνη» προς το σύστημα και να αποκτήσει σχέσεις με ένα πιο δεξιό ακροατήριο, διαποτισμένο από τη λογική του επιστημονισμού.

Σε άρθρα στο ΠΡΙΝ και σε μπροσούρα της νΚΑ αναλύονται οι κατ’ αυτούς άξονες πάλης «στη μάχη για την παιδεία των αναγκών μας»: («Ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση, λεφτά για την παιδεία και όχι για τους πολεμικούς εξοπλισμούς, τις τράπεζες και το χρέος, γνώση και έρευνα για της κοινωνικές ανάγκες» κλπ). Με λίγα λόγια, ξαναζεστάθηκε η σούπα του μεταβατικού προγράμματος, που περιλαμβάνει την αντίσταση στα νέα μέτρα του Υπουργείου (π.χ. ν. 4777, τηλεκπαίδευση), κάποιες σωστές διεκδικήσεις (π.χ. κατάργηση διδάκτρων, κατάργηση κύκλων σπουδών), μέτρα που απευθύνονται σε μια νέα, πιο αριστερή κυβέρνηση αλά ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. ένα πτυχίο ανα επιστημονικό αντικείμενο, έξοδο από ευρώ) αλλά και μέτρα που μπορεί μονάχα μια άλλη εξουσία να εφαρμόσει (π.χ. όχι έρευνα για το ΝΑΤΟ και τις επιχειρήσεις, διαγραφή του χρέους). Πλήρης σύγχυση και θόλωση της κατάστασης! Χάνονται οι αιχμές για το φοιτητικό κίνημα, που θα του δώσουν τα αναγκαία πολιτικά καύσιμα για να συνεχίσει, να μαζικοποιηθεί και να φέρει νίκες. Αυτή ακριβώς η σύγχυση καλλιεργεί αυταπάτες και για τη δυνατότητα εναλλακτικών, ίσως και «ασαφών», κυβερνήσεων μέσα στον καπιταλισμό, όπως επίσης και για το πέρασμα σε μια άλλη κοινωνία με προγραμματισμένο τρόπο, χωρίς σκαμπανεβάσματα και επαναστάσεις.

Το αποτέλεσμα που βλέπουμε τις τελευταίες εβδομάδες είναι το «κλείσιμο» των φοιτητικών διαδηλώσεων με σοβαρή ευθύνη της αριστεράς, η οποία αρνείται να πάει την ανατροπή του νόμου μέχρι τέλους και στρίβει. Μετά τις 15/4 ξεκίνησαν οι μεγαλοστομίες για «σφαλιάρα στο Χρυσοχοΐδη», για να πέσουν σύντομα στην πραγματικότητα. Δυστυχώς, η τελευταία φορά που κατάφερε το φ.κ. να ανατρέψει ψηφισμένο νόμο ήταν το 1980, μέσα σε εντελώς διαφορετική ιστορική φάση. Δεν έχουμε «χορτάσει» νίκες και ανατροπές νόμων, ώστε θέτει η πραγματικότητα στην ημερήσια διάταξη το κάτι παραπάνω. Η μικροαστική αδημονία για άμεσα αποτελέσματα παραβλέπει την κατάσταση αυτή. Η μεγαλύτερη πολιτική νίκη που θα μπορούσε να έχει σήμερα το φ.κ. είναι η ανατροπή του νόμου. Αυτή θα σμπαράλιαζε την εικόνα μιας άτρωτης κυβέρνησης και ενός παντοδύναμου συστήματος. Θα έδινε άλλον αέρα όχι μόνο στη νεολαία, αλλά και συνολικά στον λαό, που έχει ανάγκη να ανακαλύψει ξανά τη δύναμη των αγώνων και τα υλικά αποτελέσματα που μπορούν αυτοί να φέρουν.

Συμπερασματικά

Αναγνωρίζουμε το συσχετισμό δύναμης, όχι για να τον αποδεχτούμε, αλλά για να τον αλλάξουμε! Θέλουμε να πατάμε γερά στα πόδια μας, ώστε να μπορούμε να κάνουμε βήματα μπροστά. Για να μην καλλιεργούμε αυταπάτες στους εαυτούς μας και στον υπόλοιπο λαό. Για να βλέπουμε τα καθήκοντα που έχουμε.

Αν και αποφεύγουμε τις σχηματοποιήσεις, η εμπειρία δείχνει ότι τα κινήματα ξεκινούν στην κατεύθυνση αντίστασης στην επίθεση του συστήματος και όσο ανεβαίνουν επίπεδο θέτουν πιο έντονα τις δικές τους διεκδικήσεις. Αυτή η διαδικασία δε σχεδιάζεται από κάποιο επιτελείο, αλλά περνάει μέσα από τους πραγματικούς όρους της ταξικής πάλης.

Αν το κίνημα δεν καταφέρει να ανατρέψει ένα νόμο, να επιβάλει την απόσυρση ενός νομοσχεδίου, δε θα πάει παρακάτω. Αυτό σε καμία περίπτωση δε συνεπάγεται μια γραμμική πορεία που ξεκινά από την κατάκτηση των άμεσων διεκδικήσεων και φτάνει σταδιακά σε ανώτερες. Απλούστατα υπογραμμίζει ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν «αμυντικά» και «επιθετικά» αιτήματα. Υπάρχουν κατευθύνσεις πάλης που ορίζονται από τον ταξικό συσχετισμό και συναρτώνται με την (ανα)συγκρότηση της εργατικής τάξης και του λαού ως υποκείμενα του αγώνα. Υπάρχουν επίσης προτάσεις που διαμορφώνονται έξω από αυτό το πλαίσιο, σχεδιάζονται «επί χάρτου» και αναζητούν την –ανέφικτη- υλοποίησή τους μέσω προτάσεων νόμου ή «μεταβατικών» κυβερνήσεων.

Ο λαός αποκτά εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του μόνο μέσα από το κίνημα και τις νίκες του. Έτσι θα μαζικοποιηθεί το κίνημα και θα ανέβει σε επίπεδο συγκρότησης. Έτσι θα μπορέσει να θέσει ζήτημα κοινωνικών συμμαχιών. Όχι από προγραμματικές διακηρύξεις. Όχι από τον κοινοβουλευτισμό και τον κυβερνητισμό.

Εμείς επιμένουμε στην κατεύθυνση της αντίστασης και της διεκδίκησης, με προοπτική την ανατροπή. Η χάραξη αιτημάτων και πολιτικής κατεύθυνσης σε κάθε φάση δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει να απαντά στα λαϊκά προβλήματα και να είναι γειωμένη μέσα στο λαό. Πρέπει να μπορεί να βγάλει αυτό τον κόσμο στο δρόμο του αγώνα. Πρέπει να μην είναι ενσωματώσιμα αιτήματα, να μην μπαίνουν με κατεύθυνση συνδιαλλαγής και ανάθεσης, αλλά ανατροπής. Και πάνω απ’ όλα, πρέπει να τα παλεύει κανείς μέσα στο λαό. Από το επίπεδο ζύμωσης και προπαγάνδας, μέχρι τη μαχητική πάλη στο δρόμο, τις απεργίες και τις καταλήψεις. Στη σημερινή φάση, αυτό μεταφράζεται στην πάλη για την ανατροπή του ν. 4777 και του νομοσχεδίου Χατζηδάκη. Αλλιώς, απλά φωνάζει «αντεπίθεση» κανείς, μόνο και μόνο για να πάει στα αποδυτήρια.