Την πανδημία κάνουν ευκαιρία!

Οι Αγωνιστικές Κινήσεις, σε μια περίοδο συμπυκνωμένου πολιτικού χρόνου, με την επίθεση του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης να επεκτείνεται αλλά και να εντείνεται, κληθήκαμε να αναδείξουμε τον δρόμο του αγώνα σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Σε μια φάση όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, των τυχοδιωκτισμών των εξαρτημένων αστικών τάξεων και με τους πολεμικούς κινδύνους σε έξαρση. Σε αυτά τα πλαίσια, σε συνδυασμό με τη δομικού χαραχτήρα κρίση του συστήματος, η πανδημία του κορωνοϊού λειτουργεί καταλυτικά. Το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα προσπαθεί να πάρει την ιστορική ρεβάνς απέναντι στους λαούς του κόσμου.

Σε αυτήν την περίοδο οι σπουδές συνεχίστηκαν σε καθεστώς τηλεκπαίδευσης, δηλαδή ταξικών αποκλεισμών χιλιάδων φτωχών φοιτητών που δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η εντατικοποίηση και η καθηγητική αυθαιρεσία βάθυναν. Το δωρεάν σύγγραμμα αμφισβητήθηκε, με τις καθυστερήσεις στη διανομή και με την υποκατάστασή του από πολλαπλές ηλεκτρονικές σημειώσεις. Οι σχολές παρέμειναν κλειστές, με ξεκάθαρη την πολιτική στόχευση του συστήματος να αποφευχθεί η μετατροπή τους σε ένα μαζικό κοινωνικό χώρο, στον οποίο θα μπορούσαν οι φοιτητές να συζητάνε, να πολιτικοποιούνται, να κάνουν συνελεύσεις, για να αντισταθούν στο νομοσχέδιο Κεραμέως. Υποκριτικά μας έλεγαν ότι δεν θα ανοίξουν λόγω πανδημίας, τη στιγμή που μια σειρά εργασιακοί χώροι άνοιξαν, τα σχολεία λειτούργησαν με λιγοστά, έως και ανύπαρκτα μέσα προστασίας θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία και τις ζωές μας, των γονιών, των αδερφιών μας. Την ίδια στιγμή, η διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού αφαιρούσε (και αφαιρεί) χιλιάδες ζωές σε παγκόσμια κλίμακα, όπως και στη χώρα μας, με συνειδητή την πολιτική επιλογή να αποφύγουν οι κυβερνήσεις τις προσλήψεις μόνιμου υγειονομικού προσωπικού και την παροχή δωρεάν μέτρων ατομικής προστασίας στον λαό.

Επίσης, σε γειτονιές και πλατείες, με αφορμή την πανδημία, η τρομοκρατία και η αστυνομοκρατία εντάθηκαν - ακόμα και με ξύλο, χημικά και συλλήψεις νέων ανθρώπων που βγήκαν να ξεσκάσουν. Η φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής οξύνθηκε πρωτόγνωρα, με ωμές απαγορεύσεις συναθροίσεων (όπως στη διαδήλωση του Πολυτεχνείου και της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου), με δεκάδες συλλήψεις, εκκενώσεις καταλήψεων και τον Κορκονέα μάλιστα να κυκλοφορεί ελεύθερος. Τα παραπάνω προωθήθηκαν στα πλαίσια του νέου νόμου για την περιστολή και απαγόρευση των διαδηλώσεων, ενώ η στρατιωτική θητεία παρατάθηκε στους 12 μήνες και τέθηκε υπό συζήτηση η υποχρεωτική στράτευση στα 18. Τα γεγονότα στη Ν. Σμύρνη έδειξαν ξεκάθαρα τη σαπίλα της αστυνομοκρατίας, αλλά και την οργή της νεολαίας απέναντι στη φασιστικοποίηση, με μαζικές διαδηλώσεις να καταγγέλλουν την ωμη βία και καταστολή σπάζοντας τον φόβο και την τρομοκρατία.

Ο χαρακτήρας της επίθεσης

Σε αυτό το φόντο, με ευκαιρία την πανδημία και το μούδιασμα του φοιτητικού κινήματος, έχοντας ως προμετωπίδα την φασιστικοποίηση, η κυβέρνηση (σε συνέχεια των προκατόχων της) έφερε τον ν. Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη.  Έναν νόμο, που δείχνει ξεκάθαρα τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και συμπυκνώνει χρόνιες επιδιώξεις του συστήματος για να διαμορφώσει μια παιδεία για λίγους και εκλεκτούς. Είναι στρατηγικού χαρακτήρα η επιδίωξη να πετάξουν χιλιάδες φοιτητές έξω από το Πανεπιστήμιο με την ατελείωτη εντατικοποίηση, τις διαγραφές και τους ταξικούς φραγμούς. Με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), που αποκλείει τους μαθητές από φτωχά και λαϊκά στρώματα από την τριτοβάθμια, σε συνδυασμό με το εξεταστικό κάτεργο της Τράπεζας Θεμάτων. Πολιτικές που αποσκοπούν στο να αποθαρρύνουν τον μαθητόκοσμο ακόμη και από το να συνεχίσει στο Λύκειο. Ταυτόχρονα, το αναγκαίο συμπλήρωμα της αντιλαϊκής πολιτικής είναι η φασιστικοποίηση και η πειθάρχηση της νεολαίας. Μας θέλουν υπάκουους και πειθήνιους, να μην αγωνιζόμαστε ενάντια στη μαυρίλα που μας ετοιμάζουν, να μην αντιστεκόμαστε, να μην υψώνουμε τη φωνή μας. Τα πειθαρχικά και η πανεπιστημιακή αστυνομία (ΟΠΠΙ) του ίδιου νόμου έρχονται να επισφραγίσουν αυτήν την πολιτική, παράλληλα με το χτύπημα και τη λάσπη που ρίχνουν στο Άσυλο, στις πολιτικές μας ελευθερίες και στον φοιτητικό συνδικαλισμό. Η πολιτική αυτή συμπληρώνεται με την αξιοποίηση της τηλεκπαίδευσης και του τηλεσυνδικαλισμού για τη διάλυση των συλλογικών διαδικασιών των φοιτητικών συλλόγων (φ.σ.).

Βάσει της εξάρτησης και της κρίσης του συστήματος, με την παραγωγή διαλυμένη και παραρτηματοποιημένη, το σύστημα θέλει φθηνό, ευέλικτο και ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, ενώ η ανεργία διευρύνεται. Οι ταξικοί φραγμοί αγριεύουν, με το νέο μέτρο των διαγραφών, την εντατικοποίηση, τις καθηγητικές αυθαιρεσίες, το χτύπημα στα δικαιώματα σε σίτιση-στέγαση-βιβλία, αλλά και το εργαλείο που προστέθηκε στη φαρέτρα τους, την τηλεκπαίδευση.

Επιπλέον, η διαμόρφωση πολλαπλών βαθμίδων στην εκπαίδευση (bachelor, master κλπ), η δημιουργία πτυχίων πολλών ταχυτήτων και η απόσπαση των επαγγελματικών μας δικαιωμάτων από τα πτυχία σε συνδυασμό με τα ιδεολογήματα περί δια βίου μάθησης, είναι ταξικά μέτρα. Θέλουν, μέσα από ατελείωτα ταξικά κόσκινα, να αποκλείσουν τη νεολαία από τις σπουδές. Τα παραπάνω έρχονται σύμφωνα και με τις κατευθύνσεις των ιμπεριαλιστών, όπως αυτές αποτυπώνονται στη συνθήκη της Μπολόνια και στα wikileaks των ΗΠΑ για χτύπημα των «φοιτητικών συνδικάτων». Φτιάχνουν ένα Πανεπιστήμιο αποστειρωμένο από ελευθερίες και πολιτικοποίηση, που δεν θα χωράει παιδιά από φτωχότερες οικογένειες. Χτυπούν τα όνειρα και το μέλλον μας και μόνο η οργανωμένη πάλη μπορεί να τους σταματήσει.

Την ίδια στιγμή, είναι η πρώτη χρονιά που θα εφαρμοστεί η ΕΒΕ στις πανελλαδικές, με δηλωμένο τον στόχο του συστήματος να αποκλειστούν δεκάδες χιλιάδες μαθητές από την τριτοβάθμια.

Στον δρόμο σπάει ο φόβος, στον δρόμο γεννιούνται συνειδήσεις!

Η ψήφιση του νόμου βρήκε τους φ.σ. σε κατάσταση χρόνιας αποσυγκρότησης και απομαζικοποίησης. Σε μια φάση όπου κυριαρχεί η ιδεολογία του συστήματος, επικρατεί η λογική της ήττας, η απαισιοδοξία και η αποστροφή των φοιτητών προς τις συλλογικές τους διαδικασίες και διεκδικήσεις. Παράλληλα η τηλεκπαίδευση συμβάλλει στην απουσία μαζικών κοινωνικών χώρων, αναπαράγει τον ατομικό δρόμο, την αδυναμία αντίστασης με συλλογικούς και οργανωμένους όρους στην καθηγητική αυθαιρεσία, τα παρουσιολόγια και τους δυσβάσταχτους ρυθμούς σπουδών.

Το διάστημα πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου, με πρόσχημα την πανδημία, είχε στηθεί ένα σκηνικό άγριας καταστολής. Με τόλμη και αποφασιστικότητα, σε καθεστώς εγκλεισμού και φασιστικοποίησης, οι κινητοποιήσεις που καλέστηκαν για το Πολυτεχνείο, τον Γρηγορόπουλο και άλλες, έσπασαν τον φόβο! Ακόμα και απέναντι στην καταστολή, κόντρα στο ξύλο, τα χημικά και τις δεκάδες συλλήψεις που είχαν προηγηθεί, οι φοιτητές προχώρησαν σε κινητοποιήσεις απέναντι στο (τότε) νομοσχέδιο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη με αυξανόμενη μαζικότητα. Οι πρώτες φοιτητικές κινητοποιήσεις έγιναν μέσα σε αυτό το σκηνικό τρομοκρατίας, ήδη πριν τα Χριστούγεννα (βλέπε Αθήνα, Γιάννενα), με αφορμή τη Σύνοδο των Πρυτάνεων. Συνεχίστηκαν από τον Γενάρη, εκφράζοντας την εναντίωση στο νομοσχέδιο και έσπασαν τις απαγορεύσεις των διαδηλώσεων, δίνοντας θάρρος στον λαό που ξεχύθηκε στους δρόμους για να καταδικάσει την ωμή βία στη Νέα Σμύρνη.

Ενώ η συμμετοχή των φοιτητών στις κινητοποιήσεις ενάντια στο νομοσχέδιο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη ολοένα αυξανόταν, αμέσως μετά την ψήφιση (11/2) κηρύχτηκε παύση. ΚΝΕ και ΕΑΑΚ κατακερμάτισαν και απομαζικοποίησαν τις κινητοποιήσεις μέσω της στροφής στις Πρυτανείες, με αποτέλεσμα όσες κινητοποιήσεις στον δρόμο έγιναν τη βδομάδα εκείνη να μην έχουν καν συμμετοχή φ.σ. (με εξαίρεση Ηλ/Μηχ Α.Π.Θ.). Η πτώση αυτή αντιστράφηκε μετά την εκκένωση της Πρυτανείας.

Η κυβέρνηση με την πρώτη βίαιη εκκένωση της Πρυτανείας του ΑΠΘ στις 22/2 επιχείρησε να κάμψει τις αρχικές φοιτητικές κινητοποιήσεις πριν μαζικοποιηθούν. Αυτή η κίνηση, όμως, είχε τα αντίστροφα αποτελέσματα, αφού ανέδειξε στα μάτια φοιτητών το ρόλο που έρχεται να παίξει η ΟΠΠΙ -αυτόν της καταστολής και όχι της προστασίας- και πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις πανελλαδικά ενάντια στο νόμο. Χωρίς να έχει ζυμωθεί και αναλυθεί ο χαραχτήρας του νόμου σε βάθος, με αφορμή αλλά και αιτία την καταστολή και έχοντας μπουχτίσει από τον εγκλεισμό και τον φόβο της πανδημίας, η νεολαία αγωνίστηκε ενάντια στον νόμο Κεραμέως.

Φυσικά, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του περασμένου εξαμήνου άφησαν σοβαρές παρακαταθήκες, αφού στη Θεσσαλονίκη έφτασαν σε μαζικότητα τις 10.000 - μαζικότητα που είχαμε να δούμε μια δεκαετία.

Σε πολλές πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα, η συμβολή της νεολαίας ήταν κομβική στη μαζικοποίηση διαδηλώσεων για την απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα, αλλά και με βάση τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης. Υπό το βάρος του πολιτικού συσχετισμού, ωστόσο, δυσκόλευε η οργάνωση των φοιτητών και η συνέχιση του αγώνα για την ανατροπή του νόμου.

Η πορεία του αγώνα έδειξε πως υπάρχουν πολλά βήματα ακόμη να διανυθούν για να κερδίσουμε. Η αναντιστοιχία των φοιτητικών κινητοποιήσεων σε άλλες πόλεις της χώρας σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη έγινε γρήγορα αισθητή, ακόμη και αν έγιναν σοβαρές προσπάθειες σε πολλές άλλες πόλεις, όπως Γιάννενα, Ξάνθη, Αθήνα και Πάτρα. Ακόμη, κύρια πλευρά της πανελλαδικής εικόνας ήταν η αδυναμία (ή και απροθυμία για κάποιες δυνάμεις) πραγματοποίησης Γενικών Συνελεύσεων. Στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε καθιερωθεί το φοιτητικό ραντεβού της Πέμπτης (με καθοριστική τη συμβολή των Αγωνιστικών Κινήσεων), ήταν φανερή η αναντιστοιχία των χιλιάδων που έβγαιναν στο δρόμο με τη μαζικότητα των Γενικών Συνελεύσεων. Σε καμιά σχολή από όσες πραγματοποιήθηκαν, δεν έφτασαν πάνω από εκατόν είκοσι άτομα.

Ακόμα και με αυτές τις αδυναμίες και αστοχίες, τα ξεχωριστά συντονιστικά και πορείες, το φοιτητικό κίνημα κατάφερε μια πρώτη μικρή επιτυχία - την αναβολή της εισαγωγής της ΟΠΠΙ στις σχολές (που το σύστημα αρχικά σχεδίαζε στα μέσα Απριλίου) για Νοέμβριο. Φυσικά, δεν χωράνε εφησυχασμοί και αυταπάτες, καθώς το σύστημα είναι αποφασισμένο να αφοπλίσει το φοιτητικό κίνημα. Η μεγαλύτερη επιτυχία, όμως, είναι ότι οι φοιτητές διαδήλωσαν, ξαναβγήκαν στους δρόμους, στις συνελεύσεις και στις καταλήψεις και ψηλάφισαν τον δρόμο του αγώνα.

Επίσης, φάνηκε ξεκάθαρα ο ρόλος της τηλεκπαίδευσης ως εργαλείου περιστολής των αγώνων. Αρχικά, όταν οι μαθητές έκαναν καταλήψεις για να διεκδικήσουν μέτρα προστασίας και μικρότερα τμήματα το φθινόπωρο, το κράτος επέβαλε την τηλεκπαίδευση, η οποία λειτούργησε ως μέσο καταστολής αλλά και εκβιασμού προς τους εκπαιδευτικούς, προσπαθώντας να τους βάλουν σε ρόλο ρουφιάνου. Με ανάλογο τρόπο η τηλεκπαίδευση λειτουργούσε πολλές φορές αντιπαραθετικά με τις συλλογικές διαδικασίες και τις κινητοποιήσεις των φοιτητών, ενώ έθετε σοβαρό πρόβλημα στο να αποκτήσει ουσιαστική υπόσταση η κατάληψη. Αντίστοιχα, οι τηλεσυνελεύσεις που ξεπρόβαλαν σε μια σειρά σχολές πανελλαδικά με πρωτοβουλία «ανεξάρτητων» φοιτητών, ήταν υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής για τη διάλυση των συλλογικών μας οργάνων. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο, ότι αποτελούσε στόχο του συστήματος ήδη πριν την πανδημία η επιβολή των ηλεκτρονικών διαδικασιών στους φ.σ.

«Ακαδημαϊκή κοινότητα» και άλλα παραμύθια

Με την κατάθεση του νομοσχεδίου, οι δυνάμεις των ΚΝΕ-ΕΑΑΚ έδειξαν να μην έχουν καμία διάθεση να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Εξαρχής είχαν το αίτημα της «μη εφαρμογής» του νόμου και την πολιτική κατεύθυνση της άσκησης πίεσης προς καθηγητές, πρυτάνεις και συγκλητικούς. Επικαλούμενοι την «ακαδημαϊκή κοινότητα», ανέδειξαν σε συμμάχους στρώματα προνομιούχα, αντιπαραθετικά με τα συμφέροντα των φοιτητών, που αποτελούν ουσιαστικά εφαρμοστές της πολιτικής των ταξικών φραγμών και της εντατικοποίησης σε κάθε σχολή. Είναι ενδεικτικό το ότι μια σειρά μέτρα (φύλαξη Πανεπιστημίων, διαγραφές, ΕΒΕ) είναι για δεκαετίες στην ατζέντα των Πανεπιστημιακών. Άλλωστε και οι ίδιοι έδειξαν τις διαθέσεις τους μέσα από αποφάσεις συγκλήτων, καταδικαστικές προς τις καταλήψεις, με λάσπη και προπαγάνδα. Δεν υπάρχει κοινότητα συμφερόντων σε ένα Πανεπιστήμιο που έχει τον ρόλο να αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία και την ταξικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα συμφέροντα των φοιτητών από φτωχές και λαϊκές οικογένειες είναι αντιπαραθετικά με αυτά των μεγαλοκαθηγητάδων.

Οι δυνάμεις των ΚΝΕ-ΕΑΑΚ, θεωρώντας ως κύριο στόχο της επίθεσης στην εκπαίδευση την «υποβάθμιση» της παρεχόμενης γνώσης, κατέληξαν σε επικίνδυνα αιτήματα, όπως αναπληρώσεις εργαστηρίων και μαθημάτων που ήδη είχαν παραδοθεί -ακόμα και περαστεί- ηλεκτρονικά και σε καλέσματα για δια ζώσης μαθήματα με καθηγητές. Μια πολιτική άποψη που αναπαράγει το ιδεολόγημα της αταξικής γνώσης, της έρευνας στην υπηρεσία του λαού και των ιερών εξετάσεων, δεν βλέπει ή δεν θέλει να δει τους ταξικούς φραγμούς και την εντατικοποίηση. Ταυτόχρονα, βάσει αυτής της άποψης, έδειξαν ξεκάθαρα τις διαθέσεις τους να κλείσουν οι κινητοποιήσεις, να καναλιζάρουν το φοιτητικό κίνημα μακριά από το μέσο πάλης της κατάληψης όπου τέθηκε ως ζήτημα (π.χ. Θεσσαλονίκη), χρησιμοποιώντας συχνά συστημικά επιχειρήματα, όπως ότι θα χάσουμε τη γνώση, την εξεταστική ή το εξάμηνο αν συνεχίσουν οι καταλήψεις.

Για τον νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, παρέμειναν καθηλωμένοι στο «αίτημα» (ή μήπως πρόταση;) να μην εφαρμοστεί. Για την ακρίβεια, το αίτημα αυτό εκφράζει αυταπάτες και ανάθεση του αγώνα στο καθηγητικό κατεστημένο. Μια άποψη που υπεκφεύγει της ανάγκης να συγκροτηθεί ο κάθε φοιτητής ως ενεργό υποκείμενο πάλης και που σπέρνει αυταπάτες για τον ρόλο του κράτους και των μηχανισμών του (όπως η εκπαίδευση) θεωρώντας το ως κάτι αταξικό και πεδίο παρέμβασης. Άποψη που εκφράστηκε με τα αιτήματα για παραίτηση κάθε πρύτανη που θα εφαρμόζει τον νόμο. Η κατεύθυνση αυτή, της υπαναχώρησης από τη συγκρότηση μαζικού κινήματος ανατροπής της επίθεσης, αντανακλά τον πυρήνα των αντιλήψεων του ΚΚΕ – και όχι μόνο - που χαρακτηρίζεται από την «εμπιστοσύνη» στον κοινοβουλευτικό δρόμο (μη εφαρμογή μέχρι… αλλαγή κοινοβουλευτικών συσχετισμών) και την κίνηση αυστηρά εντός των πλαισίων του συστήματος.

Η πραγματικότητα, όμως, για άλλη μια φορά είναι πεισματάρα. Η καταπάτηση του Ασύλου, οι εκκενώσεις της κατάληψης της Πρυτανείας του ΑΠΘ και η βίαιη καταστολή που δέχτηκαν οι φοιτητές, όπως και η εφαρμογή της ΕΒΕ στις πανελλαδικές, τσακίζουν τις αυταπάτες αυτού του χώρου και δείχνουν πως οι νόμοι (ποιος θα το περίμενε) έρχονται για να εφαρμοστούν. Οι πολύμορφες δράσεις και οι συμβολικές κινητοποιήσεις με ποδιές και στηθοσκόπια, δεν μπορούν να βάλουν φραγμό στη λαίλαπα της επίθεσης. Δεν είναι τυχαίο πως στις περισσότερες πόλεις που κυριαρχούν αυτές οι δυνάμεις, οι κινητοποιήσεις έκλεισαν σχετικά σύντομα. Και φυσικά, δεν έλειψε η αποθέωση των αποφάσεων των ΔΣ (ανεξάρτητα των διαθέσεων των φοιτητών), που είχε ως αποτέλεσμα περιφερόμενες σφραγίδες συλλόγων, συχνά και σε πολλαπλά πανό!

Η πολιτική τους άποψη έθετε το να ανοίξουν οι σχολές ως βασικό αίτημα, και μάλιστα ως προϋπόθεση για τη συγκρότηση κινήματος - άποψη που διέψευσε η ίδια η πραγματικότητα. Μια τοποθέτηση - ταφόπλακα για τη συγκρότηση εστιών αντίστασης, και μάλιστα πολύ βολική για όποιον θέλει να υπεκφύγει της ευθύνης ανασυγκρότησης του φοιτητικού κινήματος, αφού αναβάλλει την πάλη για την ανατροπή του νόμου στο προσεχές μέλλον. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στην πρωτεύουσα οι κινητοποιήσεις ελαττώθηκαν δραματικά μετά την ψήφιση του νόμου – και όσες έγιναν ήταν μόνο υπό την πίεση των εξελίξεων – με τις δυνάμεις αυτές να έχουν τεράστια ευθύνη γι’ αυτό. Φυσικά, οι σχολές παρέμειναν κλειστές για πολιτικούς λόγους, και ακριβώς γι’ αυτό και οι Αγωνιστικές Κινήσεις θέσαμε το αίτημα να ανοίξουν με όλα τα μέτρα προστασίας. Για να λειτουργήσει καταλυτικά στη μαζικοποίηση των γενικών συνελεύσεων. Θεωρώντας το όμως προϋπόθεση και κύριο αίτημα, είναι σαν να αφήνουμε το σύστημα να βολοδέρνει ανενόχλητο, αναβάλλοντας τη συγκρότηση μαζικών αντιστάσεων, ενώ κλαίμε για τη χαμένη γνώση.

Αυταπάτες και αδιέξοδα

Οι δυνάμεις τις αναρχίας/αυτονομίας (α/α), στις περισσότερες πόλεις, και όπως διαχρονικά έχουν δείξει, συνέχισαν να αποστρέφονται τους φοιτητικούς συλλόγους και τις διαδικασίες τους. Όπου αποφάσισαν να συμμετέχουν, αναδείχθηκαν οι αυταπάτες και τα αδιέξοδα της πολιτικής τους γραμμής και δεν υπήρξε πλευρά της συγκρότησης και της δομής των φοιτητικών συλλόγων που δεν αμφισβητήθηκε. Τέτοια δεδομένα παρήχθησαν στα Γιάννενα όπου η αναρχία συγκρότησε αυτόνομη συνέλευση υπονομεύοντας τις διαδικασίες και τις γενικές συνελεύσεις των συλλόγων σε ένα απολιτίκ και αντιπαραταξιακό πλαίσιο. Αλλά και στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου η α/α απέκτησε πρωτόγνωρη επιρροή στις φοιτητικές διαδικασίες και κινητοποιήσεις, μέσα από τα «ανοιχτά» πλαίσια.

Τα αδιέξοδα της πολιτικής κατεύθυνσης του α/α χώρου, ανακυκλώνονταν ξανά και ξανά σπέρνοντας αυταπάτες και διαλυτισμό. Πίσω από την λογική των ανεξάρτητων και ακομμάτιστων ατόμων, κρυβόταν η παρέμβαση και ηγεμονία του α/α χώρου στα ανοιχτά πλαίσια. Πίσω από το πρόταγμα του «αδιαμεσολάβητου» αγώνα, αναπαραγόταν μια αντιπαραταξιακή λογική - την ίδια στιγμή που το σύστημα πρώτο συκοφαντεί και επιτίθεται στις αριστερές παρατάξεις και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες. 

Προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τη γενική συνέλευση, το ανώτερο και αποφασιστικό όργανο του φοιτητικού συλλόγου, με τις συντονιστικές επιτροπές. Να μεταθέσουν σε αυτές τον τελικό λόγο για την άποψη και δράση του φοιτητικού συλλόγου - εκεί που, πολύ βολικά, δεν υπάρχει συζήτηση και αντιπαράθεση απόψεων, αλλά ένα ήδη ψηφισμένο πλαίσιο που μπορεί να αλλάζει ή να υλοποιείται κατά το δοκούν. Πολλές φορές, επίσης, έγινε προσπάθεια να μετατραπεί η ίδια η γενική συνέλευση, από το όργανο συζήτησης και πολιτικοποίησης των φοιτητών στο οποίο αποφασίζουν και υλοποιούν, σε χώρο συνδιαμόρφωσης στα στενά πλαίσια της γραμμής της α/α. Υπήρχαν πλαίσια στις Γ.Σ. χωρίς ξεκάθαρο πολιτικό σχεδιασμό και χωρίς αιτήματα. Διαστρεβλώνοντας έτσι την ανάγκη το φοιτητικό κίνημα να συγκροτηθεί γύρω από αιχμές της επίθεσης. Τα Διοικητικά Συμβούλια και οι φοιτητικές εκλογές, διαδικασίες που αποτελούν κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος, θεωρήθηκαν άχρηστα και παρωχημένα όργανα ανάθεσης. Η τεράστια ανεμπιστοσύνη στη δύναμη και στη διάθεση της νεολαίας να αγωνιστεί, η λογική των μυημένων του «κόσμου του αγώνα» που θα δώσουν τις μάχες, αλλά και η υποτίμηση των απαρτιών σε σημείο εκφυλισμού είναι μερικά από τα δείγματα γραφής της πολιτικής τους κατεύθυνσης.

Ο τραμπουκισμός, φυσικά, δεν έλλειψε και από αυτόν τον χώρο. Στη Θεσ/κη το απόγειο ήταν η απόπειρα σπασίματος εκδήλωσης του ΚΚΕ -πρακτικές που δεν έχουν καμία θέση μέσα στο Άσυλο- ενώ ακόμα και αγωνιστές αποκαλέστηκαν ρουφιάνοι. Η κριτική, και σίγουρα η αυτοκριτική, είναι έννοιες άγνωστες και ξένες γι’ αυτόν τον χώρο.

Οι απόψεις της α/α, σε σχέση με την εκπαίδευση και τον νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, βρίθουν αυταπατών και δανείων από τον χώρο του ρεφορμισμού για τον ρόλο των καθηγητών και των πρυτάνεων, της γνώσης και της τεχνολογίας, ακόμη και για τον ίδιο τον ρόλο του Πανεπιστημίου στον καπιταλισμό. Γι’ αυτό και συχνά καταλήγουν σε όμοια αιτήματα, όπως την παραίτηση του πρύτανη. Δεν είναι τυχαίο πως ένα από τα βασικά τους προτάγματα είναι η επανοικειοποίηση του Πανεπιστημίου. Χωρίς να μειώνουμε καθόλου την ανάγκη κοινωνικής έκφρασης της νεολαίας -πόσο μάλλον σε περίοδο εγκλεισμού - τα κοινωνικά παντοπωλεία, τα μπαζάρ και οι πολιτιστικές δράσεις δεν μπορούν να αναιρέσουν το γεγονός πως το Πανεπιστήμιο είναι μια δομή του αστικού κράτους, με συγκεκριμένο σκοπό και ρόλο. Συνεπώς, αυτό το αστικό πανεπιστήμιο δεν ήταν και ούτε θα γίνει ποτέ «δικό μας» - εντελώς διαφορετικό ζήτημα είναι η σοβαρή αναγκαιότητα υπεράσπισης του λαϊκού Ασύλου αγώνων.

Η λογική της επανοικειοποίησης του Πανεπιστημίου καταλήγει σε συλλογικές κουζίνες, παζάρια κ.ά., που συνδέονται με την ευρύτερη πολιτική κατεύθυνση αυτού του χώρου να στήνει «αυτοδιαχειριζόμενες» δομές υγείας, σίτισης, ακόμα και εκπαίδευσης. Δομές που θεωρεί ότι μπορούν να διαμορφώσουν αυτόνομες νησίδες – γυάλες μέσα στον καπιταλισμό, όπου δεν θα επιδρούν οι «κανόνες» του συστήματος. Ουσιαστικά είναι λογική ακίνδυνη για το σύστημα, καθώς αποφεύγει την αναγκαιότητα ανασυγκρότησης εργατικού-λαϊκού και φοιτητικού κινήματος που θα αναγκάσει, θα υποχρεώσει το σύστημα σε υποχωρήσεις, κατακτώντας έτσι δικαιώματα όπως σίτιση, περίθαλψη, στέγαση και μετακινήσεις.

Στα πλαίσια των αυταπατών του χώρου ήταν και οι καταλήψεις Πρυτανειών, που λειτούργησαν αποπροσανατολιστικά για το φοιτητικό κίνημα. Απομάκρυναν από τη λογική της αναγκαιότητας πραγματοποίησης Γενικών Συνελεύσεων και της μετατροπής κάθε σχολής σε κέντρο αγώνα. Η κατεύθυνση των καταλήψεων Πρυτανειών (που είναι και στη λογική δυνάμεων της ρεφορμιστικής αριστεράς) συνδέονται ουσιαστικά με αυταπάτες πως μέσα από το μπλοκάρισμα των ερευνητικών και διοικητικών διαδικασιών του πανεπιστημίου, κατορθώνεται να μπλοκαριστεί η εφαρμογή του νόμου. Ενδεικτική ήταν η κατάληψη Πρυτανείας στα Γιάννενα, η οποία αναγορεύτηκε σε «κέντρο αγώνα» με την ανοχή και σε συνεννόηση με τον «προοδευτικό» Πρύτανη. Στην πόλη της Θεσ/νίκης, η αναγόρευση της «ανοιχτής» συνέλευσης πρυτανείας σε κέντρο αγώνα γύρω από το οποίο όφειλαν να περιστρέφονται οι φοιτητικοί σύλλογοι, λειτουργούσε σαν ένα μεγάλο «καπέλο» στις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων.

Φυσικά, δεν λείπουν από αυτό τον χώρο οι «συγκρουσιακές» λογικές που δεν βλέπουν ως υποκείμενο της πάλης το μαζικό κίνημα σε συνάρτηση με το επίπεδο πολιτικοποίησής του, αλλά τις «πρωτοπόρες» μειοψηφίες. Από αυτή την αντίληψη απορρέουν οι λεγόμενες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, σε σύνδεση με τη μονοκαλλιέργεια της αντιμπατσικής - αντικατασταλτικής κατεύθυνσης σε επίπεδο πολιτικής προπαγάνδας, επιχειρηματολογίας και συνθημάτων. Συγκρούσεις που δεν μπορούν να κερδίσουν τον πάνοπλο εχθρό και να αναδείξουν τον ρόλο της αστυνομίας και του κράτους ως μέσου επιβολής μιας συνολικής αντιλαϊκής πολιτικής. Πόσο μάλλον, να πείσουν τις πλατιές λαϊκές μάζες να συμμετέχουν δυναμικά στις κινητοποιήσεις. Είναι λογική εκτόνωσης και όχι πολιτικοποίησης, μακριά και αντιπαραθετικά με την κατεύθυνση της οργανωμένης δράσης του λαού και της νεολαίας, χωρίς μάλιστα καμία διάθεση αυτοκριτικής. Οι όποιες υποχωρήσεις και αναδιπλώσεις σημειώθηκαν από την πλευρά της κυβέρνησης, έγιναν υπό την πολιτική πίεση της μαζικότητας των φοιτητικών κινητοποιήσεων και όχι από θεαματικές ενέργειες.

Συνοψίζοντας…

Όσο εύκολο ήταν για τις δυνάμεις ΚΝΕ-ΕΑΑΚ, αφού πιέστηκαν, να υιοθετούν ενίοτε το αίτημα για ανατροπή του νόμου (αυτό που αρχικά αποκαλούσαν «παιχνίδι με τις λέξεις»), άλλο τόσο εύκολο ήταν για τον χώρο της αναρχίας/αυτονομίας να το εγκολπώσει, αφού σε πολλές πόλεις (αρχικά και στη Θεσσαλονίκη) μιλούσαν για «μη εφαρμογή». Στην ουσία του ζητήματος όμως - είτε στοχοποιώντας τους εφαρμοστές της επίθεσης, είτε σερνόμενοι από πίσω τους - και οι δυο αντιλήψεις αποτελούν εκφράσεις της λογικής της μη εφαρμογής του νόμου. Γι’ αυτό και η εστίαση στο μέτρο της ΟΠΠΙ και στην καταστολή, όπως και η αντίληψη του «μπλοκαρίσματος» πτυχών του νόμου ως κομβικό σημείο, αποτέλεσαν στην πραγματικότητα κοινό τόπο για τις δυνάμεις αυτές. Στη λογική αυτή, η 15 Απρίλη αναγορεύτηκε σε «μητέρα τον μαχών», οδηγώντας στον εφησυχασμό και την απομαζικοποίηση των διαδηλώσεων στη Θεσσαλονίκη μετά την αναβολή εισόδου της ΟΠΠΙ. Τα παραπάνω πιστοποιούν ότι, για τις δυνάμεις αυτές, οι παράγοντες της μαζικοποίησης και πολιτικοποίησης του φοιτητικού κινήματος είναι αδιάφοροι - αν όχι άχρηστοι.

Το αίτημα της «μη εφαρμογής» ανακυκλώνει κυβερνητικές/εκλογικές αυταπάτες. Την ελπίδα πως μια διαφορετική διαχείριση μπορεί να έρθει και να καταργήσει τον νόμο ή να μην τον εφαρμόσει, σε συνδυασμό με τα αιτήματα «να πέσει η κυβέρνηση», που συνεχίζουν να ακούγονται. Δεν είναι τυχαίο πως ο ΣΥΡΙΖΑ, με ωμά οπορτουνιστικό τρόπο, μετά από μια τετραετία λυσσαλέας επίθεσης στα δικαιώματα του λαού (βλέπε νόμο Γαβρόγλου στην εκπαίδευση), προσπαθεί να υφάνει ένα φιλολαϊκό και κινηματικό προφίλ, να αφομοιώσει την λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή και να την εγκλωβίσει σε νέες κυβερνητικές αυταπάτες.

Οι λογικές αλλαγής πρυτάνεων, υπουργών, κυβερνήσεων καλλιεργούν ακριβώς την αυταπάτη ότι η επίθεση είναι ζήτημα προσώπων ή διαχειριστών. Τις είδαμε να εκφράζονται σε όλο το φάσμα περίπου των δυνάμεων του κινήματος: από τις απανωτές παραιτήσεις που ζητάνε απροκάλυπτα τα ΕΑΑΚ (σαν να μην έμαθαν τίποτε από την εκλογή ΣΥΡΙΖΑ), στην «παραίτηση Παπαπαϊωάννου» της αναρχίας και τη στοχοποίηση προσώπων/υπουργών, μέχρι την πιο δειλή διατύπωση της ΚΝΕ για παραίτηση κάθε πρύτανη που θα εφαρμόζει την επίθεση (είναι και κάποιοι που δεν την εφαρμόζουν λοιπόν;).

Τα αδιέξοδα και οι βαθιές προβληματικές των πολιτικών τους κατευθύνσεων, αποτυπώθηκαν και στα εκφυλιστικά φαινόμενα οργανωτικού τύπου αντιπαραθέσεων. Θρασύδειλος αφισοπόλεμος, λάσπη, προβοκατορολογία, ακόμα και ξύλο όπως αυτό μεταξύ α/α και ΑΡΑΣ στην Αθήνα, ξεδιπλώθηκαν εκατέρωθεν, χωρίς την παραμικρή αίσθηση ευθύνης.

Τα κινήματα του ‘06-‘07 και η εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08 έχουν πολλά να μας διδάξουν για τη λογική της «μη εφαρμογής», αλλά και για τις αδιέξοδες συγκρούσεις, αντίστοιχα. Ωστόσο, φαίνεται πως αυτές οι δυνάμεις δεν έμαθαν τίποτα από αυτά.

Στον δρόμο, να ρίξουμε τον νόμο!

Οι Αγωνιστικές Κινήσεις, από την πρώτη στιγμή, είχαμε το αίτημα για ανατροπή του ν.4777. Μια πολιτική γραμμή που συναρτάται με την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος σε όλα τα επίπεδα (πολιτικά, οργανωτικά, ιδεολογικά, συνδικαλιστικά), με τη μαζικοποίηση των Γενικών Συνελεύσεων, των διαδηλώσεων και των καταλήψεων, ώστε να γίνουν οι σχολές κέντρα αγώνα, ζύμωσης και πολιτικοποίησης των φοιτητών. Οι καταλήψεις, ως μέσο πάλης, έχουν δείξει ιστορικά τη δυνατότητα να μετατρέπουν τις σχολές σε ζωντανές εστίες αντίστασης και πολιτικοποίησης του φοιτητόκοσμου – ο φόβος και ο τρόμος για το σύστημα, εξ ου και η λυσσαλέα λάσπη που τους ρίχνουν.

Από πολύ νωρίς, επιδιώξαμε τη συγκρότηση Πρωτοβουλιών για την ανατροπή του νόμου, στη βάση της κοινής δράσης με άλλες δυνάμεις και ανένταχτους αγωνιστές. Οι συνθήκες στις οποίες επέλεξε το σύστημα να προωθήσει τον νόμο-έκτρωμα 4777, με τους φ.σ. αποσυγκροτημένους, τις διαδικασίες τους ανενεργές και τις σχολές κλειστές, ανέδειξαν την ανάγκη δημιουργίας πρωτοβουλιών. Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν ήρθαν για να υποκαταστήσουν τους φ.σ., αλλά αντιθέτως για να τους ενισχύσουν. Ιδιαίτερα όταν τα Δ.Σ. που έχουν εκλεγεί δύο χρόνια πριν δεν αντανακλούν καθόλου την πραγματική κατάσταση, οπότε υπογραμμίζεται η ανάγκη πολιτικών πρωτοβουλιών για την ουσιαστική ενεργοποίηση των φ.σ. Με σκοπό την παρέμβαση με καλύτερους όρους, ώστε να καλεστούν Γενικές Συνελεύσεις και διαδηλώσεις στη γραμμή της ανατροπής. Πρωτοβουλίες που αγκαλιάστηκαν από φοιτητές και που συνέβαλαν στη συγκρότηση κινητοποιήσεων με εκδηλώσεις και συζητήσεις.

Επιμένουμε σε αυτήν την κατεύθυνση, αφού θεωρούμε πως η μάχη ενάντια στον νόμο δεν είναι μιας ριξιάς, αλλά απαιτεί διάρκεια και έχει ως προϋπόθεση την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος, με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της νεολαίας. Απαιτεί ανάληψη καθηκόντων, υπομονή και επιμονή. Το σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης πρέπει να ηττηθεί πολιτικά. Πρέπει να αποκαλυφθεί πως ο νόμος Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη συμπυκνώνει φιλοδοξίες δεκαετιών της επίθεσής του. Διαδικασία που προϋποθέτει και συνεπάγεται την πολιτικοποίηση της νεολαίας μέσα από συνελεύσεις και καταλήψεις σε σχολές και σχολεία. Παρά τις κινητοποιήσεις που πέρασαν, ο χαρακτήρας της επίθεσης δεν έχει κατανοηθεί από τις πλατιές μάζες της νεολαίας. Ο ταξικός συσχετισμός δύναμης είναι αρνητικός, αλλά η συνεχής επίθεση του συστήματος γεννά οργή και αντιδράσεις που μπορούν να τον ανατρέψουν. Πρέπει να ξεκαθαρίσουν οι σωστές και οι λάθος πολιτικές γραμμές, οι φίλοι και οι εχθροί του κινήματος. Οι φυσικοί μας σύμμαχοι είναι οι μαθητές και οι καθηγητές στα σχολεία, αφού οι ίδιοι νόμοι μας χτυπάνε, μαυρίζουν το μέλλον και τις ζωές μας. Να αναδειχθεί πως δεν είναι μόνο η ΟΠΠΙ που έρχεται, αλλά σκληρότατοι ταξικοί φραγμοί, διαγραφές, ΕΒΕ και πειθαρχικά που χτυπάνε το δικαίωμα των φτωχών νέων ανθρώπων στις σπουδές.  

Παράλληλα με την προώθηση των μέτρων του νόμου, μπροστά μας έχουμε για άλλη μια φορά το βάσανο τον τηλεξεταστικών. Εξετάσεις έντασης των ταξικών φραγμών που διαδέχονται άλλο ένα εξάμηνο τηλεμαθημάτων από τα οποία το φτωχό κομμάτι της νεολαίας αποκλείεται. Χωρίς βιβλία, αλλά και σε φάση κορύφωσης της καθηγητικής αυθαιρεσίας. Εξετάσεις στις οποίες για να συμμετέχει ο φοιτητής πρέπει να υπογράψει ότι δεν έχει το κράτος ευθύνη για τυχόν τεχνικά προβλήματα, αλλά ο ίδιος! Πέρα από ψεύτικα διλήμματα, το μόνο δίκαιο αίτημα που μπορεί να αποκαλύψει τη σαπίλα των τηλεσπουδών και να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των φτωχών φοιτητών κόντρα στους ταξικούς φραγμούς και μακριά από αυταπάτες για χαμένη γνώση, είναι το αίτημα για κατοχύρωση του εξαμήνου χωρίς εξετάσεις. Ιδιαίτερα όταν οι πρυτανικές αρχές παραδέχονται πλέον ανοιχτά τις διαθέσεις τους για μαζικά κοψίματα.

Το τελευταίο διάστημα, η μαζικότητα των φοιτητικών κινητοποιήσεων έχει μειωθεί αισθητά υπό την επίδραση των αρνητικών πολιτικών συσχετισμών. Ωστόσο, ο αγώνας μόλις άρχισε! Πρέπει να συνεχιστεί και να αναβαθμιστεί. Να καλέσουμε γενικές συνελεύσεις! Να ξεκαθαρίσουμε τους φίλους και τους εχθρούς μας. Να χτίσουμε ένα πανεκπαιδευτικό μέτωπο με τους καθηγητές στα σχολεία και τους μαθητές. Ο νόμος Κεραμέως μπορεί να ανατραπεί!

Να ξαναπιάσουμε το νήμα του αγώνα, να επανανοηματοδοτηθούν το Άσυλο, οι πορείες και οι καταλήψεις!

Να συνδεθεί ο αγώνας της νεολαίας με τους αγώνες ενάντια στο αντεργατικό τερατούργημα Χατζηδάκη!

Να χτίσουμε αντιπολεμικό – αντιϊμπεριαλιστικό κίνημα φιλίας και αλληλεγγύης των λαών, ενάντια στην εξάρτηση και τις βάσεις!

Να συγκροτήσουμε ένα μαχητικό και αποφασισμένο Πανεκπαιδευτικό Μέτωπο, που θα σπάσει  την ανάθεση, τον φόβο και την ηττοπάθεια!

Να γίνει το φοιτητικό κίνημα πυροκροτητής κινηματικών διαδικασιών, ευρύτερων εργατικών και λαϊκών διεκδικήσεων!

Να καλέσουμε γενικές συνελεύσεις, να συζητήσουμε, να αφουγκραστούμε τους προβληματισμούς της νεολαίας, να ξεχυθούμε στους δρόμους!

ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΝΑ ΡΙΞΟΥΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ!