Η ανάδειξη της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση σηματοδότησε το άνοιγμα ενός νέου και πιο σφοδρού γύρου επίθεσης στα δικαιώματα του λαού και της εργατικής τάξης. Η έλευση της πανδημίας και η εργαλειοποίησή της από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, συνδυαζόμενη με τη χρόνια αποσυγκρότηση των λαϊκών αντιστάσεων και την απουσία κινηματικών διαδικασιών, δημιούργησαν ένα εύφορο έδαφος για να προωθήσουν οι δυνάμεις του συστήματος χρόνιες επιδιώξεις τους σε μια σειρά από τομείς. Μεταξύ αυτών και η εκπαίδευση, όπου η επίθεση συμπυκνώθηκε στον νόμο Κεραμέως (αλλά και άλλους που προηγήθηκαν).
Τα χτυπήματα που ήδη έχει φέρει και θα φέρει η επίθεση, μέσα από μια σειρά διατάξεις και νομοθεσίες, στοχεύουν στο βασικό επίδικο που κρίνεται για το σύστημα. Στη δημιουργία ενός πιο ταξικού πανεπιστημίου στο οποίο φιλοδοξεί να μπαίνουν λίγοι, με εμπόδια να ορθώνονται ήδη από το λύκειο (ελάχιστη βάση εισαγωγής) και να βγαίνουν ακόμη λιγότεροι, μέσω των φραγμών στην ίδια την τριτοβάθμια (διαγραφές). Ένα πανεπιστήμιο πλήρως αποστειρωμένο και εντατικοποιημένο όπου δεν θα χωράει καμία φωνή αμφισβήτησης και καμία σκέψη για αγώνα. Ωστόσο, η κατάθεση -και μετέπειτα η ψήφιση- του νόμου Κεραμέως ανέδειξε τις αγωνιστικές διαθέσεις της νεολαίας. Μια κρίσιμη μάζα της, παρά τις απαγορεύσεις και την αδυναμία συνεύρεσης λόγω του lockdown, εξέφρασε την εναντίωσή της στον νόμο και την αμφισβήτηση της υπάρχουσας πολιτικής, μέσα από έναν κύκλο μαζικών κινητοποιήσεων σε πανελλαδικό επίπεδο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αναδείχθηκαν οι αδυναμίες του φοιτητικού κινήματος αλλά και η αναγκαιότητα για αγώνα και αντίσταση από μεριάς του.
Στόχοι και βάθος της επίθεσης στην εκπαίδευση
Η κατάθεση του νόμου Κεραμέως, με τις αντιδραστικές διατάξεις που τον αποτελούν, δεν αποτελεί κάποια παρθενογένεση από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας. Τα όρια σπουδών, οι ταξικοί φραγμοί, το πέταγμα νεολαίων από την τριτοβάθμια, ο κρατικός έλεγχος των φοιτητικών οργάνων και η καταπάτηση του Ασύλου με τέτοια ένταση, δεν είναι νέες επιδιώξεις. Αποτελούν χρόνιους και διακαείς πόθους του συστήματος και των εκάστοτε κυβερνήσεών του. Με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, έχει επιχειρηθεί να προωθηθούν και άλλες φορές, από την μεταπολίτευση και μετά.
Τα αίτια για τα παραπάνω έχουν να κάνουν με τον χαρακτήρα και τη φύση της εκπαίδευσης σε αυτό το σύστημα, εφόσον αυτή αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλιστικού εποικοδομήματος και όχι κάτι ουδέτερο και αταξικό. Επιτελεί, λοιπόν, έναν διπλό ρόλο. Αφενός, αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία, δηλαδή τις αξίες και τα πρότυπα που θέλουν οι αστοί να διέπουν τις μάζες για την εμπέδωση της ανισότητας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της αιωνιότητας και του μονόδρομου αυτού του συστήματος. Αφετέρου, μέσω των βαθμίδων της εκπαίδευσης, δηλαδή της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας (ανάλογα με την ταξική προέλευση που έχει ο καθένας, προορίζεται να φτάσει και σε αντίστοιχη βαθμίδα), διαιωνίζει την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Μέσα από τους ταξικούς φραγμούς κατανέμεται η νεολαία στην αυριανή εργατική τάξη, το τεχνικό και επιστημονικό προσωπικό, τα διευθυντικά στελέχη κλπ.
Μετά το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, τα αστικά πανεπιστήμια αποκτούν πιο μαζικά χαρακτηριστικά με την είσοδο σε αυτά φοιτητών από λαϊκά στρώματα. Η εξέλιξη αυτή έχει να κάνει με την αναδιάταξη των δυνάμεων και των αγορών που συντελείται, άρα και την εκ νέου ανάπτυξη βιομηχανιών και οικονομικών κλάδων. Κύρια, όμως, συντελείται κάτω από το βάρος της ύπαρξης του αντίπαλου δέους (Σοβιετική ένωση, Κίνα και μια σειρά από άλλες χώρες που προσπαθούν να οικοδομήσουν σοσιαλισμό) και την παράλληλη ύπαρξη συγκροτημένων εργατικών, λαϊκών και φοιτητικών κινημάτων που επιβάλλουν μια σειρά από κατακτήσεις και δικαιώματα στις χώρες τις δύσης. Από την δεκαετία του '70 ωστόσο, στη χώρα μας γίνεται μια προσπάθεια «συμμαζέματος» και ελέγχου των εισροών στο πανεπιστήμιο σε μια κατεύθυνσή αλλαγής της κοινωνικής σύνθεσης των εισακτέων και απομαζικοποίησής του. Με λίγα λόγια, επιδιώκεται η θέσπιση ταξικών φραγμών και εμποδίων, όπως και η εντατικοποίηση των όρων σπουδών, με σκοπό να πεταχτούν τα παιδιά από τα φτωχά λαϊκά στρώματα εκτός εκπαίδευσης. Παράλληλα με αυτό, γίνονται προσπάθειες για έλεγχο των φοιτητικών συλλόγων από το κράτος και για χτύπημα της δυνατότητας των φοιτητών να οργανώνονται, με στόχο την τρομοκρατία και την πειθάρχηση.
Οι πρώτες προσπάθειες του συστήματος τη δεκαετία του ’70
Μετά την πτώση της χούντας διοργανώθηκαν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στα πανεπιστήμια. Το σύστημα, μέσω της κυβέρνησης Καραμανλή το 1975, προώθησε νόμο με σκοπό τον έλεγχο των φοιτητικών συλλόγων και των διαδικασιών τους από το κράτος και τη δικαστική εξουσία, αλλά και τη μείωση των εξεταστικών περιόδων. Η απάντηση των φοιτητών ήταν άμεση, αναγκάζοντας την κυβέρνηση σε αναδίπλωση. Ωστόσο, το 1978 η κυβέρνηση της ΝΔ επανέρχεται καταθέτοντας τον αποκαλούμενο νόμο 815 για την εκπαίδευση. Ο νόμος αυτός εμπεριείχε συνοπτικά τη θέσπιση ανώτατου ορίου σπουδών και τον περιορισμό των εξεταστικών από τρεις σε δύο. Συνοδεύτηκε από αφηγήματα αρκετά όμοια με τα σημερινά, όπως «αιώνιοι φοιτητές», «εκσυγχρονισμός», και «επιβολή τάξης στον χώρο τον πανεπιστημίων». Οι πρώτες αντιδράσεις ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη όπου οι διαδηλώσεις έφτασαν σε μαζικότητα τους 10.000 φοιτητές. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις στην Αθήνα και οι φοιτητές ήρθαν αντιμέτωποι με άγρια κρατική καταστολή και βία, πράγμα που δεν έκαμψε τις αγωνιστικές τους διαθέσεις. Το χημείο της Αθήνας προχώρησε σε κατάληψη (1979) πυροδοτώντας ένα κύμα καταλήψεων σε μια σειρά από σχολές.
Το φοιτητικό κίνημα, πέρα από την αντιπαράθεση που έδινε με το σύστημα και τους μηχανισμούς του, χρειάστηκε να αντιπαρατεθεί και με τις δυνάμεις που κυριαρχούσαν στα πανεπιστήμια (ΚΝΕ, ΠΑΣΠ). Οι παρατάξεις αυτές αντιτίθονταν στις καταλήψεις και στον αγώνα που διεξήγαγαν οι φοιτητές, προτάσσοντας αιτήματα όπως «ο νόμος να μείνει στα χαρτιά» και «αποχή από τα μαθήματα». Πολλές φορές λειτούργησαν όχι μόνο υπονομευτικά αλλά και ανοιχτά απέναντι στο φοιτητικό κίνημα (προσπάθεια της ΚΝΕ να σπάσει την κατάληψη στο χημείο της Αθήνας, τραυματίζοντας μάλιστα 15 φοιτητές). Ωστόσο, οι καταλήψεις συνεχίζονται και στην Αθήνα οργανώνεται νέο μεγαλειώδες φοιτητικό συλλαλητήριο. Ο αγώνας των φοιτητών καταφέρνει να ανατρέψει τον νόμο, όπως ανακοινώνει η κυβέρνηση στις 3 Γενάρη του 1980.
Το προχώρημα της επίθεσης των δεκαετιών ’80-’90 και οι αντιστάσεις από μεριάς μαθητών - φοιτητών
Στη συνέχεια, στις δεκαετίες ’80 και ’90, το σύστημα κάνει αλλεπάλληλες προσπάθειες για μια σειρά από χτυπήματα στο λαϊκό δικαίωμα στις σπουδές και για περαιτέρω όρθωση ταξικών φραγμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νόμος-πλαίσιο 1268 που θεσμοθετείται το 1982 απο την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η εξεταστική του Σεπτεμβρίου πάλι βρίσκεται στο στόχαστρο. Με τη λεγόμενη αναβάθμιση της εκπαίδευσης οι σπουδές εντατικοποιούνται, η καθηγητική αυθαιρεσία διογκώνεται και τα μαζικά κοψίματα συνεχώς πληθαίνουν. Εισάγονται ρυθμίσεις για τα μαθήματα κάθε χρονιάς με όρια (ν+3) και προαπαιτούμενα, ενώ γίνονται και πειθαρχικά. Καταργούνται τα ΚΑΤΕΕ (Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης) και δημιουργούνται τα ΤΕΙ σε μια προσπάθεια να διοχετευτούν περισσότεροι μαθητές στην τεχνική εκπαίδευση. Προωθείται επίσης η Συνδιοίκηση, στο πλαίσιο της προσπάθειας του συστήματος να ενσωματώσει και να υποτάξει το φοιτητικό κίνημα.
Η δεκαετία του ’90 σημαδεύτηκε και αυτή από ένταση της επίθεσης στον χώρο της εκπαίδευσης, αλλά και από μαζικούς αγώνες με την ενεργή συμμετοχή και των μαθητών. Το 1990 ο υπουργός παιδείας την Νέας Δημοκρατίας καταθέτει νέο νόμο για την παιδεία. Συνοπτικά, ο νόμος εμπεριέχει ρύθμιση εισακτέων, ένα σκληρό πλαίσιο πειθάρχησης για τα σχολεία, χτύπημα στο Άσυλο, ποινικοποίηση πορειών και μία σειρά από ταξικούς φραγμούς - όπως επίσης και κατάργηση της επετηρίδας για τους εκπαιδευτικούς. Οι φοιτητές αντιδρούν άμεσα με μαζικές συνελεύσεις στις σχολές και οι μαθητές προχωρούν σε καταλήψεις στα σχολεία σε πανελλαδικό επίπεδο. Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις είναι μεγαλειώδεις. Οι μαθητές συνεχίζουν τις καταλήψεις ακόμα και στις γιορτές. Η κυβέρνηση κρατάει αυστηρή στάση και προσπαθεί με χίλιους δυο τρόπους να χτυπήσει και να συκοφαντήσει το κίνημα. Είναι τότε που φτάνουμε στη δολοφονία του αγωνιστή Νίκου Τεμπονέρα από μέλη της ΟΝΝΕΔ. Οι μετέπειτα διαδηλώσεις είναι τεράστιες και στην Αθήνα χτυπιούνται από τα ΜΑΤ. Χιλιάδες λαού είναι στο πλευρό της νεολαίας. Ο Κοντογιαννόπουλος παραιτείται, τα μέτρα για την εκπαίδευση αποσύρονται. Στη συνέχεια έρχεται ο νόμος Αρσένη απο την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (1997). Ο νόμος φέρνει αξιολόγηση και κατάργηση της επετηρίδας για τους εκπαιδευτικούς, διαμορφώνει ένα εξεταστικό κάτεργο στα σχολεία με πολλαπλές εξετάσεις και αξιολογήσεις και προχωράει σε χτύπημα των πτυχίων σε ΑΕΙ – ΤΕΙ, ενώ βάζει στο στόχαστρο τις πορείες και το Άσυλο. Οι αντιδράσεις των μαθητών είναι πολύ έντονες και γίνονται χιλιάδες καταλήψεις σχολείων σε όλη τη χώρα.
10 χρόνια μετά η νεολαία ξαναμπαίνει στο προσκήνιο
Μια δεκαετία αργότερα η φοιτητική νεολαία, που την αποκαλούσαν κοιμισμένη και βολεμένη, θα βγει ξανά στο προσκήνιο και θα βάλει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις. Το 2006 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας φέρνει νέο νόμο πλαίσιο, ο οποίος εμπεριέχει την θέσπιση ανώτατου ορίου φοίτησης στα ν+2 χρόνια, υιοθέτηση του συστήματος των πιστωτικών μονάδων σε αντικατάσταση του ενιαίου πτυχίου, πολλαπλό σύγγραμμα για κάθε μάθημα, κατάργηση του ασύλου, θέσπιση πειθαρχικών συμβουλίων και παραβάσεων. Η περίοδος από τον Μάιο μέχρι τον Ιούνιο χαρακτηρίζεται από μεγάλο φοιτητικό ξεσηκωμό με καταλήψεις, διαδηλώσεις, μαχητικότητα και ζωντάνια που κάνουν το υπουργείο να καθυστερήσει την ψήφισή του και να προχωρήσει σε μια προσπάθεια «διαλόγου» για την παιδεία - κάτι που απορρίπτεται από τους ίδιους τους φοιτητές. Στις αρχές του 2007 ξεκινάει ένας νέος γύρος γενικών συνελεύσεων – καταλήψεων – διαδηλώσεων. Ο αγώνας των φοιτητών κατορθώνει να αποτρέψει την αναθεώρησή του άρθρου 16 (και συνολικότερα του συντάγματος). Παρά τους τριγμούς και τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί το φοιτητικό κίνημα στο σύστημα και στο πολιτικό του προσωπικό, η κυβέρνηση προχωράει στην ψήφιση του νόμου (το ν+2 μετατράπηκε σε 2ν) έπειτα από την άγρια καταστολή που είχε εξαπολύσει ενάντια στο κεντρικό φοιτητικό συλλαλητήριο στην Αθήνα.
Και σε αυτόν τον αγώνα το φοιτητικό κίνημα είχε να αναμετρηθεί, πέρα από το σύστημα και την κυβέρνηση, με τις λαθεμένες λογικές στο πλαίσιό του. Λογικές που θέλανε κεντρικά συλλαλητήρια στην Αθήνα και όχι ανάπτυξη του αγώνα σε κάθε πόλη και σε κάθε σχολή. Λογικές που καταλήγανε σε μια σειρά από προτάσεις και εκπαιδευτικά μοντέλα, όπως πτώση της κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντας την αντίσταση και τον αγώνα των φοιτητών ως «αμυντική». Λογικές που κατέληξαν να απορρίπτουν κάθε προσπάθεια συνέχισης και πολιτικοποίησης του αγώνα και στράφηκαν, ειδικότερα μετά την ψήφισή του, σε πολύμορφες δράσεις και μπλοκαρίσματα της εφαρμογής του νόμου.
Λογικές και αντιλήψεις που ήρθαν και τέθηκαν πιο καθαρά στον αγώνα των φοιτητών που ξέσπασε το ’11-’12. Ήταν η περίοδος των πλατειών και της εμφάνισης του ΣΥΡΙΖΑ, κατά την οποία κορυφώθηκαν οι αυταπάτες των κυβερνητικών λύσεων, των εκλογικών διεξόδων και των μεταβατικών προγραμμάτων. Ο νόμος – πλαίσιο Διαμαντοπούλου του ’11 (διαγραφές, κύκλοι σπουδών, νομική κατάργηση του ασύλου, δημιουργία επιτροπών αξιολόγησης, κατάργηση του θεσμού της πρυτανείας και αντικατάστασή της από τα συμβούλια διοίκησης) και το σχέδιο Αθηνά (συγχωνεύσεις τμημάτων) του ’12, οδήγησαν σε μαζικές γενικές συνελεύσεις, καταλήψεις και διαδηλώσεις σε μια σειρά από πόλεις και σχολές. Με βάση τις κινητοποιήσεις των φοιτητών και τον συνολικότερο αγώνα που διεξήχθη από τον ελληνικό λαό, δίνονται παρατάσεις επί παρατάσεων στις διαγραφές.
Αντί επιλόγου
Η αναφορά σε σταθμούς της επίθεσης αλλά και σε αγώνες, αντιστάσεις και νίκες του φοιτητικού - και συνολικότερα του νεολαιίστικου - κινήματος δεν γίνεται για λόγους καθαρά ιστορικής αναδρομής, ούτε για να ταυτιστούν παλαιότεροι αγώνες με σημερινούς. Αντιθέτως γίνεται για να αναδείξει το βάθος και τον χαρακτήρα της επίθεσης που λαμβάνει χώρα στα πανεπιστήμια εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες και την αναχαίτιση σοβαρών αιχμών της που έχει κατορθώσει η αντίσταση των φοιτητών. Το γεγονός ότι το σύστημα δεν έχει ακόμη κατορθώσει να παγιώσει σκληρά ταξικά μέτρα, όπως αυτό των διαγραφών, πιστοποιεί τη δύναμη των αγώνων. Ο νόμος Κεραμέως ήρθε να επιβεβαιώσει ότι το σύστημα έψαχνε την ευκαιρία να προωθήσει τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» για το φοιτητικό κίνημα (έχοντας τη σοβαρή παρακαταθήκη που του άφησε ο νόμος Γαβρόγλου και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ).
Η αναδρομή αυτή προσφέρεται για να βγουν ορισμένα συμπεράσματα χρήσιμα στους νέους αγώνες που απαιτούνται. Ένα από αυτά είναι και το γεγονός ότι όλες οι κυβερνήσεις (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), όπως και αν παρουσιάζονται, προωθούν την επίθεση και εξυπηρετούν τους ίδιους στόχους του συστήματος. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε και κατάφερε την κατάργηση της επετηρίδας, που η ΝΔ είχε επιχειρήσει χωρίς αποτέλεσμα λόγω των αντιδράσεων. Σε σύνδεση με αυτό, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι απόψεις που αναζητούν λύσεις στα κοινοβούλια και στις εκλογές, καλλιεργούν αυταπάτες και λειτουργούν ως πρόβλημα στην ανάπτυξη των αγώνων.
Φυσικά απέχουμε πάρα πολύ από το νικηφόρο κίνημα του 815 και από τα υπόλοιπα της δεκαετίας του ’80 – ’90 και μετέπειτα. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλωστε αλλιώς. Κάθε αγώνας και κάθε ξέσπασμα αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και λαμβάνει χώρα κάτω από ορισμένες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες αναλόγως της περιόδου. Βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι αγώνες τροφοδοτούνται από τις συνθήκες έντασης της επίθεσης στο έδαφος του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος και αποτυπώνουν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις. Το κίνημα ενάντια στον 815 κατόρθωσε να νικήσει λόγω του επιπέδου συγκρότησης και την έντονη πολιτικοποίηση που είχαν κατακτήσει οι φοιτητικοί σύλλογοι. Συγκρότηση που αντλούσε πολιτικά καύσιμα τόσο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όσο και από την αντανάκλαση νικηφόρων κινημάτων του προηγούμενου διαστήματος σε όλον τον κόσμο, σφυρηλατώντας μια ολόκληρη γενιά στον δρόμο του Αγώνα. Διαφορετικοί ήταν οι όροι στους οποίους ξεδιπλώθηκαν τα φοιτητικά και μαθητικά κινήματα της δεκαετίας του ’80 και μετά. Τελείως διαφορετικές ήταν οι συνθήκες ανάπτυξης του φοιτητικού κινήματος του ’06-’07.
Όλοι οι αγώνες ωστόσο έχουν ένα κοινό. Την αντίθεσή τους με μια πολιτική που θέλει να πετάξει τους νέους ανθρώπους έξω από τα πανεπιστήμια, να κάνει χειρότερους τους όρους σπουδών τους και να τους ετοιμάσει για τους αυριανούς πειθαρχημένους και αναλώσιμους εργαζόμενους. Την αντίθεση (όσο συνειδητό γίνεται αυτό κάθε φορά) με ένα σάπιο, εκμεταλλευτικό σύστημα που δεν έχει να προσφέρει τίποτε άλλο παρά φτώχεια και εξαθλίωση.
Ο νέος γύρος επίθεσης, που ανοίγει το σύστημα αυτήν την περίοδο, βρίσκει τον λαϊκό παράγοντα σε συνθήκες ήττας και οπισθοχώρησης - κάτι που αντανακλάται και στην κατάσταση του φοιτητικού κινήματος. Ο νόμος Κεραμέως έρχεται τη στιγμή που οι φοιτητικοί σύλλογοι και τα όργανά τους είναι αποσυγκροτημένα και οι φοιτητές δείχνουν ανεμπιστοσύνη σε αυτά. Οι αστικές αντιλήψεις έχουν κυριαρχήσει στον χώρο των πανεπιστημίων και η έννοια της αριστεράς και της συλλογικής πάλης έχει δυσφημιστεί. Ωστόσο, οι κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος (σε συνθήκες μάλιστα lockdown, αστυνομοκρατίας και έντονων περιορισμών) ανέδειξαν ξανά ότι η νεολαία δεν έχει υποταχτεί, ούτε βολευτεί στο μαύρο μέλλον που τις ετοιμάζουν. Είναι αρκετά ελπιδοφόρες και δείχνουν τον δρόμο που χρειάζεται να διανυθεί.
Η περίοδος που μπαίνουμε (ή καλύτερα έχουμε ήδη μπει) θα είναι αρκετά δύσκολη και απαιτητική. Το σύστημα, με βάση την κρίση που προϋπήρχε και τη σύμπλεξή της με την κρίση του κορωνοϊού, θα γίνει ολοένα πιο επικίνδυνο και επιθετικό απέναντι στους λαούς σε μια προσπάθεια να απαντήσει τα προβλήματα που έχει (πάντα προς το συμφέρον του). Απέναντι σε αυτήν την επίθεση δεν έχουμε να αντιτάξουμε τίποτε άλλο πέρα από τους αγώνες και τις αντιστάσεις μας.
Να παλέψουμε για την ανατροπή του νόμου Κεραμέως, μέσα από την ενεργοποίηση των διαδικασιών του φοιτητικού κινήματος και τη μαζικοποίηση των γενικών συνελεύσεων. Να μετατρέψουμε κάθε σχολή σε κέντρο αγώνα και να βαθύνουμε την πολιτικοποίηση ώστε ο κάθε φοιτητής να ξέρει για τι παλεύει. Να απευθυνθούμε στα σύμμαχα με τη νεολαία στρώματα που βιώνουν την ίδια επίθεση και δεν είναι άλλα από τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τους εργαζόμενους. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία θα βρούμε τους εχθρούς μας και τους ψεύτικους φίλους μας. Να παλέψουμε για τη συγκρότηση ενός φοιτητικού κινήματος ανεξάρτητου από τους μηχανισμούς τους κράτους, που θα κοντράρει την κυβερνητική πολιτική στα πανεπιστήμια, αλλά και γενικότερα, στο πλάι του λαού και της εργατικής τάξης. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία θα καταφέρουμε να νικήσουμε και να αναμετρηθούμε συνολικά με την αντιλαϊκή πολιτική. Άλλωστε οι συνθήκες στις οποίες καλέστηκε το φοιτητικό κίνημα να αναχαιτίσει την επίθεση που κάθε φορά προωθούταν δεν ήταν οι καλύτερες και πιο ευνοϊκές.
Ο αγώνας ενάντια στον νόμο Κεραμέως και συνολικότερα στην επίθεση που μας έχουν εξαπολύσει δεν θα είναι αγώνας μιας ριξιάς. Ο δρόμος προβλέπεται δύσκολος και μακρύς αφού το φοιτητικό κίνημα θα αναγκαστεί να απαντήσει όλες τις αρνητικές παρακαταθήκες, τη χρόνια αποσυγκρότηση και τις παθογένειες που κουβαλάει. Ωστόσο είναι ο μόνος δρόμος. Άλλωστε τόσο καιρό που έλειψαν οι αγώνες τίποτα δεν πήγε καλύτερα για εμάς!