Το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19 έφερε με νέα ένταση στο προσκήνιο τον προβληματισμό για την επιστήμη, την έρευνα και την τεχνολογία. Καθηγητές πανεπιστημίου και ερευνητές βρέθηκαν επανειλημμένα στα παράθυρα των Μ.Μ.Ε. να αναλύουν μία σειρά από ζητήματα, να επιχειρηματολογούν για τη διαχείριση της πανδημίας από το καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα, να ντύνουν με ένα μανδύα «ουδετερότητας» τα μέτρα τα οποία λαμβάνονταν από μία σειρά κυβερνήσεις. Με το κύρος και την αίγλη των «μεγάλων ονομάτων», επιχειρήθηκε να παρουσιαστούν με «αχρωμάτιστο» και αταξικό τρόπο τα μυριάδες κοινωνικά, πολιτικά και γεωστρατηγικά ζητήματα και ανταγωνισμοί που οξύνθηκαν κατά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.

Στην πραγματικότητα, οι εξελίξεις αυτές εν καιρώ πανδημίας υπογράμμισαν το γεγονός ότι η επιστήμη, η επιστημονική έρευνα και η τεχνολογία φέρουν ολοφάνερη πάνω τους τη σφραγίδα του συστήματος μέσα στο οποίο αναπτύσσονται. Μάλιστα, αναδεικνύεται ότι η σφραγίδα αυτή δεν έρχεται σαν εξωτερική επίδραση στην αυτοδύναμη και ανεξάρτητη κατά τα άλλα ανάπτυξη της επιστήμης, αλλά ότι οι σχέσεις και αντιθέσεις που διέπουν το σύστημα επιδρούν καταλυτικά στους τρόπους και μεθόδους ανάπτυξής της, στους προσανατολισμούς και – φυσικά – στην αξιοποίηση/εκμετάλλευσή της. Ο άγριος ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που χαρακτήρισε την έρευνα και πρακτική γύρω από τη διάγνωση, τη θεραπεία και τα εμβόλια, η επιστημονική «τεκμηρίωση» μέτρων ταξικών και κατασταλτικών ως υγειονομικών, ακόμη και η ταχύτατη εξάπλωση της τηλεργασίας, της τηλεκπαίδευσης και της «ψηφιακής επιτήρησης» μέσα στην πανδημία αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία της παραπάνω τοποθέτησης, που αξίζει να αναλυθούν.

Πανδημία και εμβόλια: στους άξονες της καπιταλιστικής κερδοφορίας και των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών

Από τις πρώτες μέρες της πανδημίας, αυτό που χαρακτήρισε το διεθνές σκηνικό, ήταν η όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Τα πρώτα δείγματα δόθηκαν από τον τρόπο με τον οποίο οι ιμπεριαλιστές της Δύσης, με προεξάρχοντες αυτούς των Η.Π.Α., επιδίωξαν να χρεώσουν την πανδημία στον Κινέζικο ιμπεριαλισμό – ζήτημα που συνδέεται και με την αρχική τους αδιαφορία για τη διάδοση και τις επιπτώσεις της επιδημίας (πριν γίνει… πανδημία). Αυτή η διαμάχη αποτέλεσε ευθεία συνέχεια του κλιμακούμενου ανταγωνισμού ο οποίος αποτυπωνόταν στον εμπορικό πόλεμο, τις οικονομικές κυρώσεις και αλλού.

Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί επεκτάθηκαν στα ζητήματα της αναζήτησης θεραπείας και έγιναν ολοφάνεροι στο θέμα των εμβολίων. Ενώ είναι ευνόητο ότι η συνεργασία στο επιστημονικό και τεχνικό επίπεδο θα μπορούσε να λειτουργήσει προς επιτάχυνση της ανεύρεσης αποτελεσματικών και ασφαλών εμβολίων, οι αντιθέσεις που διαπερνούν το σύστημα κατέστησαν εντελώς ανέφικτη μια τέτοια διαδικασία. Το γεγονός των εκατομμυρίων θανάτων από την πανδημία δεν θα μπορούσε να αναιρέσει βασικά γνωρίσματα της λειτουργίας του συστήματος.

Οι μελέτες για τα εμβόλια, αποτύπωσαν: 1. Την αδιαφορία του συστήματος για τις ανθρώπινες ζωές, 2. Τις μεγάλες ανισότητες/ανισομετρίες μεταξύ των χωρών, μιας και σχετικές έρευνες μπορούσαν και διεξήχθησαν κατά βάση από μεγάλους φαρμακευτικούς κολοσσούς ιμπεριαλιστικών χωρών (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Αγγλία, Γερμανία, κ.ο.κ.), 3. Την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, των οποίων επίδικο αποτελούν και τα εμβόλια. Η επιστημονική έρευνα γύρω από τα εμβόλια έγινε αυστηρά εντός αυτού του πλαισίου: υπαγορεύτηκε από την ανάγκη του συστήματος να βρει έναν τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων που έβαλε στη λειτουργία του η πανδημία και κινήθηκε με άξονα το κέρδος, ενώ χαρακτηρίστηκε από το πλαίσιο του ανταγωνισμού που της έδωσε χαρακτηριστικά ενδοϊμπεριαλιστικής κούρσας.

Η πορεία της διανομής του εμβολίου πιστοποιεί τα παραπάνω. Αρχικά είναι ενδεικτικό ότι κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη προωθεί τα εμβόλια των μονοπωλίων της, ενάντια στους ανταγωνιστές της. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ και την ΕΕ είναι διαθέσιμα μόνο τα εμβόλια των δυτικών μονοπωλίων (η συζήτηση για έγκριση του ρώσικου έχει βάθος δύο μηνών από τώρα και… βλέπουμε), στη Ρωσία μόνο τα ρωσικά, κ.ο.κ. Επόμενο χαρακτηριστικό (και εξοργιστικό) στοιχείο είναι ότι το 83% των δόσεων έχουν γίνει σε χώρες υψηλού και μεσαίου εισοδήματος, ενώ μόνο το 0,2% (δύο στις χίλιες δόσεις) έχουν γίνει σε χώρες χαμηλού εισοδήματος (στοιχεία 19/04/21). Το γεγονός ότι ο εμβολιασμός προχωράει με κριτήριο την κερδοφορία και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αφήνει έκθετους ολόκληρους λαούς ενώ καθυστερεί και συνολικά την ανάσχεση της πανδημίας, μιας και δημιουργεί όρους για εστίες αναζωπύρωσής της.

Η συζήτηση σε σχέση με τις πατέντες των εμβολίων, που άνοιξε πρόσφατα, τονίζει επίσης την υπαγωγή της επιστημονικής έρευνας στα συμφέροντα του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ακόμη και η συζήτηση για την «προσωρινή και στοχευμένη» (όπως υπογραμμίζεται) άρση των πατεντών, γίνεται αυστηρά σε αυτό το πλαίσιο. Κανένας καημός δεν έπιασε τους αμερικάνους, ρώσους, κινέζους ιμπεριαλιστές για την παγκόσμια υγεία που τσαλαπατούν καθημερινά -  η πηγή του προβληματισμού είναι η αναζήτηση διεξόδων στα μπλοκαρίσματα που προκαλεί η πολυεπίπεδη κρίση του συστήματος στην ίδια την κερδοφορία των κεφαλαίων τους. Ακόμη και να οδηγούσε σε άρση πατεντών αυτή η συζήτηση, δε θα αναιρούσε ότι η παραγωγή εμβολίων θα απαιτούνταν να γίνει με τους όρους των μεγάλων παιχτών και στο πλαίσιο των ανταγωνισμών τους, μιας και θα υπάρχει απαραίτητη ανάγκη της τεχνογνωσίας, του εξοπλισμού, της εκπαίδευσης από τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια.

Με αφορμή τις πατέντες και όχι μόνο: η επιστήμη και η έρευνα στον καπιταλισμό

Η συζήτηση γύρω από τις πατέντες των εμβολίων, αναδεικνύει κάτι επιπλέον από την ανικανότητα και αδυναμία του συστήματος να εξασφαλίσει –στη βάση της φύσης και λειτουργίας του– εγκαίρως επαρκή, αποτελεσματικά και ασφαλή εμβόλια για τον πληθυσμό. Φέρνει στην επιφάνεια, με αφορμή την ιατρική – φαρμακευτική έρευνα, συνολικότερα ζητήματα σε σχέση με τους όρους και τον τρόπο διεξαγωγής της επιστημονικής έρευνας. Η έννοια της πατέντας, δηλαδή της μυστικότητας και της ιδιοκτησίας επί των αποτελεσμάτων της «εφαρμόσιμης» έρευνας, συνδέεται άρρηκτα με τη φύση και λειτουργία του καπιταλισμού. Γι’ αυτό και ιστορικά η διευρυμένη και νομοθετημένη κατοχύρωση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμπίπτει με την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (π.χ. Γαλλία 1791, Η.Π.Α. 1870). Η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής έχει σαν φυσική της προέκταση την πολυετή ιδιοκτησία σε νέα προϊόντα, μεθόδους παραγωγής, βιομηχανικές εφαρμογές της έρευνας με σκοπό – τι άλλο – τη διασφάλιση των κερδών και των συμφερόντων του συστήματος.

Μέσα από τις πρόσφατες δηλώσεις παραγόντων του συστήματος του τύπου «Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι πηγή καινοτομίας και έτσι πρέπει να μείνει στο μέλλον», ομολογείται το εξής: το κριτήριο και ο προσανατολισμός για την επιστημονική έρευνα στο σύστημα αυτό είναι η εφαρμογή της να επιφέρει κέρδος. Επιπλέον, να υπηρετεί στο πολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο τα συμφέροντα του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Το γεγονός αυτό ήταν φανερό πολύ πριν την πανδημία και ιδιαίτερα κατά τον 20ό αιώνα που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του καπιταλισμού ένας μεγάλος καθεαυτό τομέας έρευνας, του οποίου ο προσανατολισμός (πχ πυρηνικά προγράμματα – βλ. πρόγραμμα Μανχάταν, ενέργεια) κινούταν στις ράγες των παραπάνω συμφερόντων. Ακόμη και στο επίπεδο της ιατρικής και φαρμακευτικής έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας σχετίζονται συχνά με κοινωνικά αγαθά που μπορούν να σώσουν ανθρώπινες ζωές, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι. Αποδεικνύεται ότι η έννοια του κοινωνικού αγαθού δεν υπάρχει καν στη λογική του καπιταλισμού – εδώ χωράει μόνο η λογική του εμπορεύματος (όπως εμπορεύματα είναι και τα εμβόλια COVID-19).

Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το ζήτημα δεν είναι «απλά» η κακή χρησιμοποίηση της επιστήμης και έρευνας στο πλαίσιο του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος, παρόλο που διάφορες πολιτικές αναλύσεις στο πλαίσιο της Αριστεράς και της αναρχίας αντιμετωπίζουν κάπως έτσι το θέμα που μας απασχολεί. Οι απόψεις περί ουδετερότητας της τεχνολογίας και της επιστήμης έχουν τη βάση τους στην θεώρηση της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (ΕΤΕ), σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός περνάει σε μια νέα φάση όπου «επιστημονικοποιείται» η παραγωγή. Έτσι, από την (ουδέτερη) ανάπτυξη της επιστήμης, που θεωρείται αποφασιστική παραγωγική δύναμη, εξαρτάται η αύξηση του πλούτου, η άνθιση της κοινωνίας –οι αλλαγές στην τεχνική και την επιστήμη φέρνουν νέες παραγωγικές σχέσεις «έξω» από την ταξική πάλη. Σύμφωνα με τη θεωρία της ΕΤΕ διαμορφώνονται πλέον οι προϋποθέσεις για τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο» και οι διανοούμενοι μετατρέπονται στην νέα εργατική τάξη ή ενσωματώνονται στην ήδη υπάρχουσα (εμφάνιση της ιντελιγκέντσια στην ΕΣΣΔ). Η θεώρηση της ΕΤΕ έντυσε ιδεολογικά την ανάδυση της νέας αστικής τάξης στις σοσιαλιστικές χώρες και την κυριαρχία ρεβιζιονιστικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων που κάνουν λόγο για μετάβαση από την «κοινωνία της εργασίας» στην «κοινωνία της γνώσης», βγάζοντας από την εξίσωση τις παραγωγικές-ταξικές σχέσεις και την ταξική πάλη.

Αφήνουμε, για οικονομία χώρου, στην άκρη τις θεωρητικές επιστήμες (όπως κοινωνιολογία, οικονομολογία, πολιτικές επιστήμες) όπου η «σφραγίδα» του συστήματος μπορεί να είναι ευκολότερα διακριτή. Αντίθετα με τις αναλύσεις που «βλέπουν» την επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη ως ουδέτερες και αυτοδύναμες, η επιστήμη-έρευνα ως στοιχείο του εποικοδομήματος καθορίζεται πολυεπίπεδα από τον (καπιταλιστικό εν προκειμένω) τρόπο παραγωγής και τις παραγωγικές σχέσεις:

  • Με τη σταδιακή εξασφάλιση του ελέγχου και της οργάνωσης της επιστημονικής και τεχνικής παραγωγής από το κεφάλαιο, διαμορφώνεται ένας τομέας έρευνας ο οποίος περιλαμβάνει διάφορα δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα. Το δυναμικό του τομέα αυτού είναι ερευνητές/επιστήμονες και χαρακτηρίζεται από τον αποκλεισμό των άμεσων παραγωγών από κάθε συμμετοχή στο σχεδιασμό και τη σύλληψη των ιδεών τις οποίες εφαρμόζουν στην παραγωγή. (Το μοντέλο αυτό αμφισβητήθηκε στην πράξη κατά τη Μ.Π.Π.Ε. στην Κίνα.)

  • Πέραν του διαχωρισμού πνευματικής – χειρωνακτικής εργασίας, ο καπιταλισμός επιβάλλει συγκεκριμένο καταμερισμό και οργάνωση της εργασίας και στο πλαίσιο των ερευνητικών προγραμμάτων, ιδρυμάτων κλπ με κατατεμαχισμό καθηκόντων και διαστρωμάτωση από διευθυντικά (και ανάλογα πληρωμένα) μέχρι πιο χαμηλόμισθα στρώματα εργαζόμενων

  • Οι χρηματοδοτήσεις που απαιτεί η επιστημονική έρευνα μεγάλης κλίμακας, «ρέουν» κατεξοχήν με βάση τις προτεραιότητες του συστήματος (που αναφέρθηκαν παραπάνω).

Τεχνολογία για τις ανάγκες του λαού ή για τις ανάγκες του κεφαλαίου;

Το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει σαν πρωταρχικό του στόχο το κέρδος, το οποίο και αποσπά μέσω της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης που του παρέχει η εργατική τάξη. Ένα μέρος της αξίας που παράγει ο εργάτης είναι για τον ίδιο, για την ανανέωση της εργατικής του δύναμης, και ένα άλλο μέρος (η υπεραξία) δεν είναι για τον ίδιο, αλλά αποτελεί την πηγή κερδοφορίας του κεφαλαίου. Οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιεί το σύστημα (και μαζί την τεχνολογία), το κάνει για το περαιτέρω ξεζούμισμα της εργατικής τάξης και την παραγωγή όλο και μεγαλύτερης υπεραξίας.

Δεδομένων αυτών γεννιέται και το εξής ερώτημα: Θα μπορούσε ποτέ να αυτοματοποιηθεί πλήρως η παραγωγή, και να αποτελέσει η τεχνολογία έναν τρόπο διευκόλυνσης και μείωσης του χρόνου εργασίας των εργαζομένων; Στα πλαίσια του συγκεκριμένου εκμεταλλευτικού συστήματος, η απάντηση είναι όχι. Σε μια άλλη κοινωνία, όπου στόχος της ίδιας της παραγωγής θα ήταν η κάλυψη των αναγκών του λαού, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν να έβαζε το σύστημα τρικλοποδιά στον ίδιο του τον εαυτό. Πώς θα μπορούσε να αντικαταστήσει το εργατικό του δυναμικό με μηχανήματα που δεν παράγουν υπεραξία… και άρα δεν αποφέρουν το μέγιστο κέρδος;

Το κεφάλαιο, σύμφωνα με τον Μαρξ, χρησιμοποιεί τις μηχανές μόνο στον βαθμό που επιτρέπουν στον εργάτη να του αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του. Το όποιο μηχάνημα, δηλαδή, χρησιμοποιείται στην παραγωγή, δεν χρησιμεύει στην «αποφόρτιση» του εργάτη και στην μείωση της εργασίας του, αλλά στο ακριβώς αντίθετο. Μειώνει τον χρόνο που απαιτείται για να γίνει μια συγκεκριμένη δουλειά, και έτσι ο εργάτης στον ίδιο χρόνο παράγει ακόμα μεγαλύτερη υπεραξία για την τσέπη της εργοδοσίας και του κεφαλαίου. Όπου έχει χρησιμοποιηθεί η προηγμένη τεχνολογία στους χώρους εργασίας, έχει γίνει με όρους χειροτέρευσης των συνθηκών εργασίας των εργαζόμενων. Ηλεκτρονικές κάρτες εισόδου για να ελέγχεται ανά πάσα στιγμή αν ο εργαζόμενος δουλεύει, πότε και πόσο κάνει διάλλειμα, ηλεκτρονική καταγραφή των εργαζόμενων που συμμετέχουν στα σωματεία, προκειμένου να υπάρχει πλήρης έλεγχος των συνδικαλιστικών τους οργάνων, και μια σειρά άλλα παραδείγματα. Επίσης χρειάζεται να επισημανθεί ότι, παρά τις «προβλέψεις» των θιασωτών της θεωρίας της ΕΤΕ και παραγόντων του συστήματος, τα λιγοστά κοστοβόρα αυτοματοποιημένα εργοστάσια, αφενός συνυπάρχουν με υπερπολλαπλάσια που εκμεταλλεύονται άγρια φτηνό εργατικό δυναμικό στα πλαίσια του κάθε μονοπωλίου και αφετέρου επιλέγονται μόνο υπό εξαιρετικές προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της παραγωγής σε νευραλγικούς τομείς.

Τηλεργασία: εργαλείο περαιτέρω εκμετάλλευσης

Η πανδημία άνοιξε τον δρόμο σε μία νέα κερδοφόρα καινοτομία του κεφαλαίου, ώστε να επιτυγχάνεται η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη υφαρπαγή του χρόνου των εργαζόμενων, προς όφελός του: την τηλεργασία. Η τηλεργασία αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα ότι η «εξέλιξη» της τεχνολογίας κάτω από τις δοσμένες παραγωγικές σχέσεις, κάθε άλλο παρά διευκόλυνση και «απελευθέρωση» για τον εργαζόμενο θα μπορούσε να αποτελέσει. Με την τηλεργασία πλέον η εργοδοσία μπορεί να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό τον εργαζόμενο, ελαστικοποιώντας πλήρως το ωράριό του, γλιτώνοντας κάποια έξοδα (χώρου, εξοπλισμού κλπ), και απομακρύνοντάς τον από τους συναδέλφους του, την οργάνωση και την αντίσταση στον χώρο της εργασίας. Το κεφάλαιο διαμορφώνει τον εργαζόμενο έτσι ακριβώς όπως τον χρειάζεται: φθηνότερο εργατικό δυναμικό από την μία, και λιγότερα δικαιώματα -αλλά και δυνατότητα διεκδίκησής τους- από την άλλη.

Και μαζί και η τηλεκπαίδευση έρχεται να ολοκληρώσει την συλλογή από «τηλέ» που καθιερώθηκαν με την έξαρση της πανδημίας. Η τηλεκπαίδευση χρησιμοποιείται από το κεφάλαιο ώστε να προετοιμάσει τον μελλοντικό εργαζόμενο που οραματίζεται. Από το σχολείο να του εμποτιστεί ότι πρέπει να είναι συνεχώς σε ετοιμότητα, να μην έχει προσωπικό χρόνο, να κάνει μάθημα -και να εργάζεται μελλοντικά- σύμφωνα με τα ωράρια και τις ορέξεις του καθηγητή και του εργοδότη του, αντίστοιχα. Και το σημαντικότερο: απομακρύνει την νεολαία από τα συλλογικά της όργανα και την συζήτηση και οργάνωση στους χώρους κοινωνικοποίησής της. Ήδη έχουμε δει την τηλεκπαίδευση να χρησιμοποιείται από το σύστημα για να σπάσει τις μαθητικές καταλήψεις στις αρχές τις χρονιάς, αλλά και την πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να μην ανοίξουν τα Πανεπιστήμια (μιας και η τηλεκπαίδευση «δουλεύει» τόσο καλά), ώστε να «προλάβουν» τις αντιδράσεις ενάντια στον νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοϊδη.

Γνώση και εκπαίδευση: ένα ζήτημα καθαρά ταξικό

Η εκπαίδευση αποτελεί έναν μηχανισμό του εποικοδομήματος και φέρει αναπόφευκτα την ταξική σφραγίδα: πέραν του ρόλου κατανομής των μελλοντικών εργαζόμενων, τους παρέχει την επιστημονική γνώση και τα αποτελέσματα της έρευνας που παράγονται ακριβώς με τον τρόπο που αναλύθηκε παραπάνω. Η αστική τάξη, μέσω της εκπαίδευσης, αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία και τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. «Διδάσκει» το δίκαιο της ανισότητας, του πολέμου και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την ιστορία όπως την θέλουν οι αστοί και βέβαια χωρίς κανένα εργαλείο ανάλυσης που να περιλαμβάνει την ταξική πάλη και τα λαϊκά κινήματα. Ακόμα και οι ιατρικές και οι θετικές επιστήμες δεν διδάσκονται αντικειμενικά, αλλά με τρόπο τέτοιο που να υπηρετούν το κεφάλαιο (όπως θίξαμε παραπάνω).

Για την εργατική τάξη και τον λαό, η γνώση αποτελεί όντως ένα βασικό εργαλείο, ώστε να πάρουν την εξουσία από την αστική τάξη. Ένα τόσο σημαντικό όπλο, λοιπόν, το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε ποτέ να το παραχωρήσει απλόχερα στον λαό, γιατί αυτό θα αποτελούσε και την ίδια την καταστροφή του. Η αστική τάξη επιλέγει τί θα «διδάξει» μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και σε ποιο βαθμό θα το κάνει, ανάλογα με τα ταξικά της συμφέροντα. Και εδώ προκύπτει και ο εξής προβληματισμός σχετικά με το τί θεωρούμε «κατάκτηση της γνώσης» και για ποια γνώση μιλάμε τελικά; Είναι ζήτημα ακαδημαϊκό -όπως λέγεται από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις; Για εμάς, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να ισχύει. Η πραγματική κατάκτηση της γνώσης έρχεται μέσα από την ταξική πάλη, από τους αγώνες του λαού για ζωή και ελευθερίες και με την επαφή του με τις κομμουνιστικές και επαναστατικές αντιλήψεις.

Να παλέψουμε για περισσότερη γνώση ή για το δικαίωμα στις σπουδές;

Για τί παλεύει, λοιπόν, το φοιτητικό κίνημα; Για περισσότερη γνώση; Για γνώση, επιστήμη και έρευνα που «να εξυπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες» στο πλαίσιο του καπιταλισμού; Ή για το δικαίωμα όλου του λαού στις σπουδές;

Για τις ρεφορμιστικές δυνάμεις που συναντάμε στο κίνημα (ΕΑΑΚ, και κυρίως ΚΝΕ) κυριαρχεί μια αταξική θεώρηση της γνώσης και της επιστήμης, που συνδέεται άμεσα και έχει της ρίζες της στην θεώρηση της ΕΤΕ και στην θεωρία για «απελευθέρωση» του ανθρώπου με την κατάκτηση αυτών. Μια θεωρία που βλέπει τόσο την επιστήμη, όσο και την γνώση, ως κάτι «ουδέτερο» και ξεκομμένο από τις παραγωγικές-ταξικές σχέσεις. Με βάση αυτή τη θεώρηση διαμορφώνονται και τα αιτήματα των διάφορων ρεφορμιστικών δυνάμεων, αποπροσανατολίζοντας τη νεολαία και μη μπορώντας να απαντήσουν στα πραγματικά ζητήματα που αυτή αντιμετωπίζει. Αιτήματα που φανερώνουν τις αυταπάτες που έχουν ότι θα μπορούσε να αλλάξει ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης, αλλά και του ίδιου του συστήματος, και κάνοντας προτάσεις προς αυτό για μια καλύτερη διαχείριση.

Όταν, λοιπόν, ο φοιτητής αγωνιά για το αν θα μπορέσει να τελειώσει τις σπουδές του (και με τί όρους θα το κάνει), όταν η πανδημία του έχει φορτώσει τα διπλάσια βάρη στις πλάτες του, όταν βιώνει στο πετσί του την εντατικοποίηση… τί απάντηση έχει να δώσει η ΚΝΕ; Αντί να πει σε αυτόν τον φοιτητή «έλα να παλέψουμε για το δικαίωμά μας στις σπουδές», ενάντια στην εντατικοποίηση και τους ταξικούς φραγμούς, τον καλεί να παλέψει για «περισσότερο μάθημα» και «αναπλήρωση εργαστηρίων»(!!!). Για την ΚΝΕ ο φοιτητής -που κάθε άλλο παρά λίγη γνώση του παρέχεται- πρέπει να παλέψει για να γίνει «ολοκληρωμένος επιστήμονας», και ας συνεπάγεται αυτό περισσότερες υποχρεωτικές και μη ώρες μαθήματος και εντατικούς ρυθμούς σπουδών.

Κλείνοντας

Το ότι αναγνωρίζουμε ότι η γνώση και η επιστήμη δεν είναι ουδέτεροι και αταξικοί τομείς, δεν σημαίνει ότι τις αρνούμαστε.  Η γνώση που παρέχεται από το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα και οι επιστημονικές εφευρέσεις που έχουν ανακαλυφθεί, αποκρυσταλλώνουν με έναν ορισμένο τρόπο εμπειρία αιώνων της ανθρωπότητας (και της εκμετάλλευσης). Στην ταξική αυτή κοινωνία όμως, ζητούμενο δεν είναι η πάλη του λαού για αλλαγή του ρόλου/χαρακτήρα τους (καθώς κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε σε αυτό το πλαίσιο να συμβεί), αλλά η πάλη για κατοχύρωση δικαιωμάτων μέσα σε αυτήν. Δικαιώματα που, όση γνώση και να πάρει ο λαός, δεν θα του δοθούν απλόχερα. Γιατί δεν είναι ζήτημα κατάκτησής της ή κατάρτισης, το δικαίωμα στη δουλειά, το μισθό και το ωράριο - αλλά συσχετισμών που διαμορφώνονται μέσα από την ταξική πάλη και τους αγώνες του φοιτητικού και του λαϊκού κινήματος. Το καπιταλιστικό – ιμπεριαλιστικό σύστημα επιδιώκει με παραμύθια να παρουσιάσει ότι έχει κάτι ακόμη να προσφέρει στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Κομμάτι αυτών των παραμυθιών είναι το ότι μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας, γενικά και ουδέτερα, μπορούν να γίνουν βήματα στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Κόντρα στις αυταπάτες που σπέρνουν και δυνάμεις του κινήματος, οι εξελίξεις στον καιρό της πανδημίας υπογραμμίζουν ότι τα δικαιώματα στις σπουδές και στη δουλειά, στο ωράριο και το μισθό, είναι ζητήματα πάλης. Με ορίζοντα την ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης, ώστε να μπορούμε όντως να μιλάμε και για θεμελίωση όρων για μια άλλη επιστήμη, γνώση και τεχνική.

Βιβλιογραφικές αναφορές-παραπομπές:

  1. «Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο» του Μπενζαμέν Κοριά
  2. «Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο – Πραγματικότητα ή Είδωλο» του Τάσου Σαπουνά
  3. «Ρεφορμισμός «παντός καιρού» - Κριτική στις θέσεις της ΚΝΕ» της Σπουδάζουσας του ΚΚΕ(μ-λ)