Ελένη Καταλαγαριαννάκη
Αρχιτεκτονική Βόλου


Squid Game: από τις πιο διαδεδομένες σειρές στο Netflix την τελευταία περίοδο και με καλό λόγο. Έξι παιδικά παιχνίδια μεταμορφωμένα σε αρένες θανάτου για τους παίχτες που έχουν επιλεγεί, με την προοπτική των 45.6 δισεκατομμυρίων γουόν εάν καταφέρουν να κερδίσουν. Κάθε αποκλεισμός
παίχτη σημαίνει άμεση εκτέλεσή του από το προσωπικό της διοργάνωσης του παιχνιδιού και κάθε παιχνίδι είναι σχεδιασμένο για να «αποκλείσει» περίπου το εκάστοτε 50% των παιχτών που απομένουν. Σκοπός του παιχνιδιού είναι η προσφορά ωμής διασκέδασης σε μία διεφθαρμένη ομάδα ανθρώπων, κάποιας (αμερικάνικης, αλλά κατά βάση αόριστης) ελίτ που αναζητά «ψυχαγωγία». Αν οι παίχτες υπακούσουν στους κανόνες της διοργάνωσης και δώσουν το καλύτερο δυνατό τους για να προχωρήσουν μπροστά ως παίχτες/ατομικότητες/αριθμοί, φαίνεται να έχουν και τις «αντικειμενικές»
εκείνες δυνατότητες να έρθουν πιο κοντά στο έπαθλο. Το δίπολο «ρίσκο θανάτου για την πιθανότητα μίας καλύτερης ζωής» ή «μία σάπια πραγματικότητα γεμάτη χρέη» συρρικνώνεται όλο και περισσότερο με κάθε επεισόδιο και παιχνίδι, έως την στιγμή που μόνο ένας νικητής θα απομείνει ζωντανός.


Με την περιγραφή, θυμόμαστε τόσο τα βιβλία Hunger Games, όσο
και τις ταινίες, ωστόσο το Squid Game καταφέρνει να πατήσει περισσότερο
στα δεδομένα της πραγματικότητας, παρά σε ένα φανταστικό σενάριο μίας
βάρβαρης κοινωνίας που διασκεδάζει με τον μαζικό θάνατο σε συνθήκες
αρένας. Το γεγονός αυτό είναι που δίνει στην σειρά και μία επιπλέον αμεσότητα στο να μεταφέρει στον θεατή την «αλληγορία» του μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αθλιότητα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Μάλιστα, η σειρά μπαίνει στην διαδικασία να σκιαγραφήσει τις πραγματικές συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης μέσα στις οποίες ζουν ο λαός και η εργατική τάξη
της Νότιας Κορέας.

Η σειρά είναι απίστευτα καλογραμμένη και με εξαιρετικές σεναριογραφικές λεπτομέρειες, από
την επιλογή των παιχνιδιών που οι παίχτες καλούνται να αντιμετωπίζουν, έως και τις έμμεσες αναφορές στο ιστορικό και επίκαιρο πολιτικό σκηνικό της Κορέας. Πατώντας στα δεδομένα της πραγματικότητας: το κρατικό χτύπημα της μεγαλειώδης απεργίας των 900 εργατών του εργοστασίου SsangΥong Motor το 2009 ενάντια στις μαζικές απολύσεις, η τακτική χρήση του οργανωμένου εγκλήματος για τα συμφέροντα της εργοδοσίας, το εξαθλιωμένο σύστημα υγείας, η τεράστια
ανεργία και τα τερατώδη χρέη, ακόμα και ο παράγοντας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η σειρά καταφέρνει επιτυχημένα να καθρεπτίσει τα πιο βάρβαρα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού.


Ωστόσο, μάλλον, αυτά είναι και τα όριά της… Διότι, στην τελική, και εφόσον η σειρά αποδεικνύει ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που εξαναγκάζει το λαό και τους εργάτες να ζουν σε μία άθλια υλική πραγματικότητα και ότι αυτό το σύστημα και οι συνειδήσεις που δημιουργεί είναι απόλυτα σάπια, μετά τι; Ποια διέξοδο έχει να «προτείνει» από την βάρβαρη αυτή καθημερινότητα; Ο άστεγος σώζεται από την αταξική θεώρηση της «ανθρωπιάς» που δείχνουν οι κύριοι αστυνομικοί και ο πρωταγωνιστής βρίσκει ξανά την ελπίδα ότι υπάρχουν κι εκείνοι οι «καλοί άνθρωποι»… και αυτό
είναι το όριο που βάζει η παραγωγή του Netflix. Στο τέλος, μάλιστα, της πρώτης σεζόν αφήνεται να εννοηθεί ότι ο πρωταγωνιστής, προκειμένου να «πάει κόντρα» στο άδικο και βάρβαρο αυτό παιχνίδι, θα «αλλάξει στρατόπεδο» και θα συμμετέχει στην διοργάνωση του παιχνιδιού, σε μια λογική «αλλάζω το σύστημα εκ των έσω» - μια λογική ανώδυνη για το σύστημα και αδιέξοδη για
όσους το πολεμάνε.

Μία σειρά, ή ένα έργο τέχνης γενικά, δεν είναι «αντικαπιταλιστική» απλά και μόνο επειδή παρουσιάζει την υλική καθημερινότητα των ταξικών ανισοτήτων, τις οποίες πλέον ο καπιταλισμός δεν μπορεί και να κρύψει. Πού είναι η πρόταση για το μέλλον, πέρα και έξω από το καπιταλιστικό σύστημα; Εκείνη η προοπτική της αντίστασης του καταπιεσμένου λαού, η προοπτική των εργατών ενάντια στην ολομέτωπη επίθεση του συστήματος; Που είναι εκείνο το σημείο κατά την διάρκεια και βασικά το τέλος της σειράς, που σπρώχνει τον θεατή (και τον πρωταγωνιστή) να σταθεί στον δρόμο της μαζικής, οργανωμένης πάλης για καλύτερες συνθήκες ζωής και δουλειάς;


Η «αντικαπιταλιστική» ρητορεία της σειράς, στην ουσία, δεν προκαλεί τον καπιταλισμό, αφού δεν δίνει την κατεύθυνση της αναμέτρησης μαζί του και ειδικότερα της ανατροπής του από την εργατική τάξη και τα σύμμαχα λαϊκά της στρώματα. Το πολύ-πολύ ανοίγει την κουβέντα για τον «εξανθρωπισμό» των συνθηκών της φτώχειας και εξαθλίωσης που αυτό το σύστημα
διαμορφώνει - μία αυταπάτη πλήρως αποπροσανατολιστική από την πραγματικότητα του ριζωμένου τρόπου παραγωγής του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος και τους όρους εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Είναι μία κατεύθυνση που λειαίνει τις αιχμές των ταξικών ανισοτήτων, σε
μία προσπάθεια να στρέψει τον λαό στη «λύση» της διαχείρισης και όχι της ανατροπής, και στοχεύοντας στο συμμάζεμα όποιων συμπαθειών και σκέψεων μπορεί να αναβράζουν στις λαϊκές συνειδήσεις τον τελευταίο πολιτικό χρόνο, για την αναζήτηση ενός άλλου συστήματος πέρα του καπιταλιστικού.


Το σύστημα της φτώχειας και της εξαθλίωσης έχει εξαπολύσει μία άνευ προηγουμένου επίθεση στα δικαιώματα του λαού και της εργατικής τάξης, προσπαθώντας να τσακίσει όποια κατάκτηση έχει απομείνει από τους αγώνες του προηγούμενου αιώνα. Τόσο πριν από την πανδημία του κορωνοϊού, όσο και κατά την διάρκειά του, οι λαϊκές-εργατικές μάζες έχουν αποδείξει την δύναμή τους να ανατρέψουν τους αρνητικούς συσχετισμούς του κινήματος, βγαίνοντας στο προσκήνιο του αγώνα
για την διεκδίκηση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους σε δουλειά και ζωή. Πιο αναγκαία από ποτέ, η πολιτική και ιδεολογική προοπτική της ανατροπής αυτού του σάπιου συστήματος, για μία κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, οφείλει να υιοθετείται από τους αγώνες και τις αντιστάσεις του λαού και της εργατικής τάξης!