Αντωνία Γκιόκα,
Τζένη Πανάγου
Ιατρική Αθήνας

Τους τελευταίους μήνες γινόμαστε μάρτυρες μιας σειράς παραβιαστικών συμπεριφορών σε
βάρος γυναικών, με αποκορύφωμα το ανώτερο στάδιο της έμφυλης βίας, τις δολοφονίες γυναικών. Πρόκειται για δεκάδες περιστατικά, που διαπράττονται από άντρες που βρίσκονται συνήθως στον στενό οικογενειακό ή κοινωνικό κύκλο των γυναικών και κατέχουν θέσεις εξουσίας απέναντί
τους. Στην πλειονότητά τους, μάλιστα, αυτές οι δολοφονίες αποτελούν την κατάληξη μιας μακροχρόνιας καταπιεστικής και κακοποιητικής συμπεριφοράς.


Αρχικά, είναι γεγονός πως δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά που προκύπτουν από
την ιδιαιτερότητα κάθε φορά της σχέσης μεταξύ θύματος και θύτη, αλλά για φαινόμενα που γεννάει η εκμεταλλευτική φύση του συστήματος στο οποίο ζούμε, μέσα στο οποίο η γυναίκα βιώνει
διπλή καταπίεση (στο σπίτι και στην εργασία). Ένα σύστημα το οποίο βασίζεται στην εξαθλίωση
των λαϊκών στρωμάτων και στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αναζητά «αποδιοπομπαίους τράγους» για να αναπαράγει και να διαιωνίζει τις εκμεταλλευτικές αυτές σχέσεις και την
καταπίεση της εργατικής τάξης και του λαού. Σε συνέχεια της χρόνιας καταπίεσης του γυναικείου
φύλου ιστορικά, σε μια σειρά εκμεταλλευτικών συστημάτων, ο καπιταλισμός – μέσω της ταξικής
διαίρεσης της κοινωνίας – συντήρησε και ενέτεινε την γυναικεία ανισότητα αλλά και τον υποβιβασμό της γυναίκας στην παραγωγική διαδικασία, οδηγώντας στην εκμετάλλευσή της, τόσο με βάση τη φυλετική όσο και την ταξική της ταυτότητα. Η διατήρηση της εν λόγω ανισότητας δεν αποτελεί παρά ένα τέχνασμα που χρησιμοποιεί το καπιταλιστικό συστήμα για να βαθύνει την
εκμετάλλευση των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων, ανεξαρτήτως φύλου. Η εξαθλίωση και η οικονομική αφαίμαξη του λαού είναι η βασική επιδίωξη του συστήματος και το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννιέται και οξύνεται η βία και η βαρβαρότητα, θύματα των οποίων είναι πρώτα και κύρια οι γυναίκες του λαού.


Ιδιαίτερα την περίοδο του lockdown παρατηρήθηκε όξυνση των φαινομένων έμφυλης βίας,
με τις καταγγελίες για κακοποιήσεις και ξυλοδαρμούς να πληθαίνουν επικίνδυνα. Ο εγκλεισμός οδήγησε πολλές γυναίκες στην υποχρεωτική συνύπαρξη με τον κακοποιητή τους, σε μόνιμη
βάση. Φυσικά, οι συμπεριφορές αυτές δεν εμφανίστηκαν από την συνεχόμενη «τριβή» που προκάλεσε η καραντίνα, μιας και η ενδοοικογενειακή βία υπήρχε και πριν την πανδημία. Παρόλα αυτά, τα λαϊκά στρώματα δέχθηκαν ακόμα περισσότερες πιέσεις εν μέσω πανδημίας, με την εργασιακή ανασφάλεια και τον υγειονομικό κίνδυνο να προστίθενται στην ήδη επιβαρυμένη τους καθημερινότητα.


Παράλληλα, με την αύξηση των εν λόγω περιστατικών, αυτό που εμφανώς αυξήθηκε είναι η συχνότητα με την οποία γνωστοποιούνται, ιδίως μετά την εξάπλωση του κινήματος «me too», με
αφορμή το οποίο πολλές καταγγελίες (κυρίως διάσημων προσώπων) έφτασαν στο φως της δημοσιότητας. Φυσικά, δεν έπαψαν να ισχύουν οι λόγοι που αποθάρρυναν τις γυναίκες να καταγγείλουν την κακοποίησή τους, καθώς τόσο η κατάσταση των δομών για κακοποιημένες γυναίκες, όσο και το «ξέπλυμα» των δραστών από παράγοντες του συστήματος (βλ. συμβουλές Μπαλάσκα για το πώς να αποφύγει κάποιος που δολοφόνησε τη γυναίκα του την ποινή) εξακολουθούν να αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες. Το «κίνημα» αυτό, δεν κατάφερε να δώσει ουσιαστικές λύσεις στην γυναικεία καταπίεση, αλλά αναπαρήγαγε κατά βάση αταξικές και αστικές αντιλήψεις, μη αναδεικνύοντας τις πραγματικές αιτίες πίσω από αυτήν.


Παρόμοια ήταν και η προσέγγιση του ζητήματος συνολικά από τους παράγοντες του συστήματος απέναντι στις δολοφονίες γυναικών από συζύγους, συντρόφους, συγγενείς. Κυβέρνηση,
ΜΜΕ και αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα, υιοθέτησαν μια στάση δικαιολόγησης των δραστών
και συκοφάντησης των θυμάτων. Οι δολοφονίες αυτές αποδίδονταν είτε στην έντονη συναισθηματική κατάσταση του δράστη, με φράσεις όπως «την σκότωσε γιατί την αγαπούσε» και «έγκλημα πάθους» να κυριαρχούν, είτε σε πιθανή ψυχική
του νόσο. Στην πρώτη περίπτωση προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα ευνοϊκό προφίλ του δράστη, ο οποίος οδηγήθηκε στην δολοφονία αυτή από «αγάπη» ή «ζήλεια» για το θύμα. Στην δεύτερη περίπτωση, επιδιώκεται για άλλη μια φορά να πέσει ο δράστης «στα μαλακά», αποδίδοντας αυθαίρετα τις πράξεις του σε ψυχιατρικά αίτια, στιγματίζοντας ταυτόχρονα και τους ψυχικά νοσούντες, ως εν δυνάμει εγκληματίες. Ακόμη, δεν ήταν λίγοι αυτοί που επικαλέστηκαν σαν αιτία την διαπαιδαγώγηση των αντρών, προτρέποντας τους γονείς να «μάθουν στους γιους τους να μην είναι βιαστές», παραβλέποντας φυσικά ότι το σύστημα είναι αυτό που με τα σάπια κοινωνικά πρότυπα που προωθεί ευθύνεται για την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας και για τα φαινόμενα κακοποίησης εις βάρος της.

Εξίσου προβληματικά ερμηνεύουν το ζήτημα και ορισμένες δυνάμεις της αριστεράς και της αναρχίας που ενστερνίζονται απόψεις του αστικού φεμινισμού. Προβάλλοντας τον άντρα ως εχθρό του γυναικείου φύλου και υποστηρίζοντας πως όλες οι γυναίκες έχουν κοινά συμφέροντα, η
πλειοψηφία των φεμινιστικών συλλογικοτήτων καταλήγει σε μία αταξική θεώρηση του γυναικείου ζητήματος. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να προβάλλουν ως πρόοδο την κατάκτηση θέσεων εξουσίας από γυναίκες, παρουσιάζοντας γυναίκες της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης ως συμμάχους των γυναικών του λαού. Δημιουργείται, έτσι, μια ψευδαίσθηση ταξικής ειρήνης στο όνομα του φύλου. Χρησιμοποιώντας όρους όπως «τοξική αρρενωπότητα» και «κουλτούρα βιασμού», θεωρούν πως το πρόβλημα απορρέει από προκαταλήψεις και τοξικά αντρικά πρότυπα που χαρακτηρίζουν την «πατριαρχία» και πως η ανισότητα της γυναίκας δεν προήλθε από την ταξική διαίρεση της κοινωνίας, αλλά έχει φυλετική προέλευση. Καταλήγουν, έτσι, στο συμπέρασμα, πως η γυναικεία χειραφέτηση μπορεί να επιτευχθεί εντός του καπιταλιστικού συστήματος μέσω της ενότητας όλων των γυναικών ενάντια στον άντρα-καταπιεστή.


Όλες αυτές οι προσεγγίσεις αδυνατούν να αναδείξουν τις πραγματικές διαστάσεις του γυναικείου ζητήματος, καθώς αγνοούν την ταξική του φύση. Η διπλή καταπίεση των γυναικών είναι
άρρηκτα συνδεδεμένη με την βασική αρχή του καπιταλισμού, την εκμετάλλευση ανθρώπου από
άνθρωπο, της εργατικής τάξης από την αστική. Ο αγώνας για την γυναικεία χειραφέτηση δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος από την ταξική πάλη, και δεν θα στηριχτεί σε μία γυναικεία συμμαχία, αλλά
στο λαϊκό εργατικό κίνημα, στους άντρες και στις γυναίκες του λαού. Είναι αναγκαίο να ενταθεί η
αντίσταση στην επίθεση, η διεκδίκηση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών αλλά και
του λαού συνολικά στο σήμερα. Η απελευθέρωση της γυναίκας, ωστόσο, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί εντός του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο γεννά – μεταξύ άλλων – και την γυναικεία καταπίεση. Όπως είπε και η Κλάρα Τσέτκιν: «Η χειραφέτηση των γυναικών, όπως και όλης της ανθρωπότητας, θα γίνει πραγματικότητα μόνο τη μέρα που η εργασία θα χειραφετηθεί από το
κεφάλαιο. Μόνο στη σοσιαλιστική κοινωνία οι γυναίκες, όπως και οι εργαζόμενοι, θα έχουν πλήρη
δικαιώματα»